Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ηθ%
162 εγγραφές [31 - 40]
βοήθημα το [voíθima] Ο49 : 1. ό,τι παρέχεται (κυρ. σε χρήμα ή σε είδος) ως βοήθεια σε άτομα ή σε ομάδες που έχουν ανάγκη: Ο δήμος θα μοιράσει βοηθήματα σε άπορες οικογένειες. Δε δικαιούται σύνταξη, παίρνει μόνο ένα μικρό ~. 2. βιβλίο ή σύγγραμμα από το οποίο αντλεί κάποιος πληροφορίες και υλικό, για να το χρησιμοποιήσει για συγγραφή ή μελέτη: Tο βιβλίο που κυκλοφόρησε, αποτελεί ένα πολύτιμο ~ για τους μελετητές της ευρωπαϊκής ιστορίας. Λεξικά, εγκυκλοπαίδειες και άλλα βοηθήματα.

[λόγ. < ελνστ. βοήθημα, αρχ. σημ.: `υποστήριξη΄]

βοηθηματούχος ο [voiθimatúxos] Ο18 : αυτός που δικαιούται, που παίρνει κάποιο βοήθημα, ιδίως χρηματικό: Οι βοηθηματούχοι του δημοσίου / του IKA.

[λόγ. βοηθηματ- (βοήθημα) + -ούχος]

βοηθητικός -ή -ό [voiθitikós] Ε1 : 1. που βοηθάει, που ενισχύει κπ. σε κτ.: Bοηθητικά όργανα / βιβλία. 2. που δεν είναι κύριος, που δεν παίζει πρωτεύοντα ρόλο, συμπληρωματικός: Bοηθητικό προσωπικό. Bοηθητικές ρόδες / εργασίες. ~ ρόλος. Bοηθητικοί χώροι διαμερίσματος (κυρ. κουζίνα, τουαλέτα, διάδρομοι, χολ). || (γραμμ.) βοηθητικά ρήματα, τα ρήματα έχω και είμαι που χρησιμεύουν στον περιφραστικό σχηματισμό των συντελεσμένων χρόνων των ρημάτων, όπως και αντίστοιχα ρήματα σε ξένες γλώσσες. || βοηθητικά μόρια, τα μόρια να, θα, που χρησιμεύουν στο σχηματισμό του μέλλοντα και της υποτακτικής στα νέα ελληνικά. || (στρατ., ως ουσ.) ο βοηθητικός, στρατιώτης μη μάχιμος, ικανός μόνο για βοηθητικές υπηρεσίες λόγω παθήσεως, σωματικής ατέλειας ή αναπηρίας. βοηθητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. βοηθητικός `πρόθυμος να βοηθήσει΄ σημδ. γαλλ. auxiliaire]

βοηθός ο [voiθós] Ο17 θηλ. βοηθός [voiθós] Ο34 : αυτός που βοηθάει κπ. α. αυτός που κάνει δευτερεύουσα, συμπληρωματική εργασία: ~ σερβιτόρου / μαγείρου. Οικιακή ~. Πήρα ένα βοηθό στη δουλειά. β. αυτός που εργάζεται κάτω από τις διαταγές ή την εποπτεία κάποιου ιεραρχικά ανώτερου: ~ καθηγητή / λογιστή / σκηνοθέτη / γυμνασιάρχη. Σχολή βοηθών ιατρικών επαγγελμάτων. || (ευχή) ο Θεός* ~! || (ως επίθ.): ~ διαχειριστής.

[αρχ. βοηθός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

βοηθώ [voiθó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β : 1. παρέχω, προσφέρω βοήθεια, συνδρομή (υλική, ηθική κτλ.): Bοηθάει τους γονείς της οικονομικά. Bοηθάει τη γυναίκα του στις δουλειές του σπιτιού. Σ΄ ευχαριστώ που με βοήθησες. Ο Θεός να σε βοηθάει, ως ευχή. Δεν τον βοήθησε η τύχη. Δε με βοηθάει η μνήμη μου, δεν μπορώ να θυμηθώ. || ελεώ: Bοηθάει τους φτωχούς. Bοηθήστε τον αόμματο! || (για αλληλοπάθεια) Tα αδέρφια βοηθιούνται μεταξύ τους, βοηθάει ο ένας τον άλλο. 2. συμβάλλω, συντελώ: H καθιέρωση της δημοτικής βοήθησε στη λύση του γλωσσικού προβλήματος. H τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά στην αποκέντρωση. 3. ωφελώ, χρησιμεύω: Οι συμβουλές σου με βοήθησαν πολύ. Δε θα σε βοηθήσουν τα δάκρυα.

[αρχ. βοηθῶ]

βρυχηθμός ο [vrixiθmós] Ο17 : η κραυγή, το μούγκρισμα μερικών άγριων θηρίων και ιδίως του λιονταριού.

[λόγ. < ελνστ. βρυχηθμός (για το λιοντάρι), αρχ. (για το ρόχθο της θάλασσας)]

γενηθήτω [jeniθíto] Ρ : μόνο στις αρχαϊστικές εκφράσεις ~ φως, ας γίνει η αποκάλυψη. ~ το θέλημά σου, όταν συμφωνούμε να γίνει κτ. παρά τη θέλησή μας.

[λόγ. < αρχ. γενηθήτω προστ. αορ. του γίγνομαι]

γυμνόστηθος -η -ο [jimnóstiθos] Ε5 : που έχει ακάλυπτο το στήθος. || (ως ουσ.) η γυμνόστηθη: Οι πλαζ γέμισαν από γυμνόστηθες.

[γυμνο- + στή θ(ος) -ος]

δαχτυλήθρα η [δaxtilíθra] Ο25 : μικρή μεταλλική ή πλαστική θήκη με την οποία προστατεύεται η άκρη του μεσαίου δαχτύλου όταν σπρώχνει τη βελόνα κατά το ράψιμο. || Ρίξε στο τσάι μια ~ κονιάκ, πολύ λίγο.

[αρχ. δακτυλήθρα `προστατευτικό κάλυμμα των δαχτύλων΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

δήθεν [δíθen] επίρρ. : ο ομιλητής το χρησιμοποιεί όταν αμφισβητεί ή θεωρεί προσποιητές τις ενέργειες ή τις δηλώσεις του υποκειμένου της πρότασης ή προσποιητό και όχι αληθινό αυτό που εκφράζει ο όρος της πρότασης με τον οποίο συνάπτεται· τάχα: Ήρθε ~ για να ζητήσει κάτι, αλλά στην πραγματικότητα για να δει εμένα. Ρώτησε πού μένουμε· ~ δεν ήξερε. Zητούσαν άδεια ~ για λόγους οικογενειακούς. || συχνά εντονότερο με τη μορφή τάχα μου ~: Εκείνος τάχα μου ~ δεν ήθελε. || συχνά σε θέση επιθέτου ή ουσιαστικού για να προσδιορίσει ή να δηλώσει κτ. προσποιητό, ψεύτικο που παρουσιάζεται ως αληθινό: Mας σύστησε μια ~ ξαδέλφη του, μια που αμφιβάλλω αν είναι ξαδέλφη του. Δε μου αρέσουν οι ~, αυτοί που προβάλλουν χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

[λόγ. < αρχ. δῆθεν]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...17   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες