Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 162 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιπληθωρισμός ο [andipliθorizmós] Ο17 : (οικον.) οικονομική πολιτική που έχει ως στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού.
[λόγ. αντι- + πληθωρισμός]
- αντιπληθωριστικός -ή -ό [andipliθoristikós] Ε1 : (οικον.) που έχει σχέση με την καταπολέμηση του πληθωρισμού: Aντιπληθωριστικά μέτρα / κίνητρα.
[λόγ. αντιπληθωρ(ισμός) -ιστικός μτφρδ. γαλλ. anti-inflationniste (anti- = αντι-)]
- αποπληθωρισμένος -η -ο [apopliθorizménos] Ε3 : (οικον.) που προκύπτει ύστερα από την αφαίρεση του ποσοστού που οφείλεται στον πληθωρισμό: Aποπληθωρισμένες τιμές.
[λόγ. αποπληθωρισ(μός) -μένος (σαν να υπήρχε ρ. *αποπληθωρίζω) κατά το υπολογισμένος]
- αποπληθωρισμός ο [apopliθorizmós] Ο17 : (οικον.) η καταπολέμηση του πληθωρισμού με μέτρα και πολιτικές που στοχεύουν στη μείωση ή στην εξαφάνισή του και στην άρση των δυσμενών συνεπειών του σε μια οικονομία: H νέα νομισματική πολιτική σκοπεύει στον αποπληθωρισμό της οικονομίας.
[λόγ. απο- πληθωρισμός μτφρδ. γαλλ. déflation]
- αποπληθωριστικός -ή -ό [apopliθoristikós] Ε1 : (οικον.) που αναφέρεται στον αποπληθωρισμό: Aποπληθωριστική πολιτική. H αποπληθωριστική προσπάθεια αποβλέπει στην ανάπτυξη νομισματικής σταθερότητας.
[λόγ. αποπληθωρ(ισμός) -ιστικός μτφρδ. γαλλ. déflationniste ή αγγλ. deflationary]
- αποστηθίζω [apostiθízo] -ομαι Ρ2.1 : απομνημονεύω κτ., με συνεχείς επαναλήψεις το μαθαίνω απέξω, κατά λέξη: Έχει αποστηθίσει ολόκληρες ραψωδίες του Ομήρου. Οι γραμματικοί κανόνες δεν αποστηθίζονται εύκολα. || μαθαίνω απέξω κτ. μηχανικά, χωρίς να εμβαθύνω στο νόημά του ή να το αφομοιώσω: Tα παιδιά δεν πρέπει να αποστηθίζουν το μάθημα της ιστορίας, αλλά να το κατανοούν.
[λόγ. < μσν. αποστηθίζω < ελνστ. φρ. ἀπό στήθ(ους) -ίζω]
- αποστήθιση η [apostíθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποστηθίζω, η κατά λέξη μηχανική συνήθ. απομνημόνευση ενός κειμένου: H ~ ταλαιπωρεί το μαθητή χωρίς να του προσφέρει ουσιαστικές γνώσεις. || (ως επιρρ.): Tα μαθήματά του τα μαθαίνει / τα λέει ~, χωρίς να αλλάζει ούτε μία λέξη από το βιβλίο. (έκφρ.) κάνω κτ. ~, το αποστηθίζω: Tη μετάφραση στο μάθημα των αρχαίων την έκανε ~.
[λόγ. αποστηθι- (αποστηθίζω) -σις > -ση]
- αρμυρήθρα η [armiríθra] & αλμυρήθρα η [almiríθra] Ο25α : ονομασία θαλάσσιων φυτών.
[μσν. *αλμυρήθρα (μαρτυρείται στον τ. αλμυρήνθρα) < αλμυρ(ός) -ήθρα και τροπή [l > r] κατά το αλμυρός > αρμυρός]
- ασυνήθιστος -η -ο [asiníθistos] Ε5 : που δεν είναι συνηθισμένος· που συμβαίνει, που γίνεται σπάνια. α. για κτ. εξαιρετικά περίεργο, που τραβά την προσοχή: Aσυνήθιστο ντύσιμο / φέρσιμο / θέαμα, παράξενο. Tου έκανε εντύπωση η ασυνήθιστη κοσμοσυρροή. β. ως θετική ιδιότητα, για κτ. ιδιαίτερο και ξεχωριστό: Aσυνήθιστη ομορφιά / εξυπνάδα, εξαιρετική. || (ως ουσ.) το ασυνήθιστο: H κλίση του στις ξένες γλώσσες είναι κάτι το ασυνήθιστο. γ. (για πρόσ.) που δεν είναι εξοικειωμένος με κτ.· άπειρος: Είναι ~ στη δουλειά γι΄ αυτό κουράζεται γρήγορα. Είναι ~ στο κρύο / στην κούραση / στο πιοτό.
ασυνήθιστα ΕΠIΡΡ. [α- 1 συνηθισ- (συνηθίζω) -τος (διαφ. το μσν. ασυνείθιστος `άπειρος΄)]
- βοήθεια η [voíθia] Ο27 & [voíθia] Ο25 λόγ. γεν. και βοηθείας : 1. η συνδρομή που ζητιέται ή που παρέχεται σε περιπτώσεις κινδύνου, ανάγκης, δυσκολίας: Zητώ / δίνω / προσφέρω ~. Για να βγάλουν συμπέρασμα, ζήτησαν τη ~ ειδικών. Xωρίς ~ δεν τα βγάζω πέρα. (έκφρ.) δίνω χέρι* βοήθειας. (λόγ.) χείρα* βοηθείας. || (επιφ.) βοήθεια!, επίκληση κάποιου που διατρέχει κίνδυνο. || (ιατρ.) Πρώτες βοήθειες, πρόχειρη ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη που παρέχεται σε περιπτώσεις ατυχημάτων: Tου παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Σταθμός πρώτων βοηθειών, ιατρείο όπου παρέχονται οι πρώτες βοήθειες. 2. ό,τι παρέχεται ως αρωγή, συνδρομή και οι φορείς της: Tεχνική / οικονομική ~. H ~ προς τις υπανάπτυκτες χώρες πρέπει να αυξηθεί σημαντικά. H ~ έφτασε αργά στους πολιορκημένους. || ελεημοσύνη: Δώστε μια ~, χριστιανοί, στον ανάπηρο. ΦΡ η εξ ύψους* ~. || (ευχή) βοήθειά μας (η Παναγία, ο άγιος κτλ.), να μας βοηθάει. (γνωμ.) όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό ~.
[αρχ. βοήθεια]



