Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
64 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δροσοπηγή η [δrosopijí] Ο29 : (λογοτ.) πηγή με νερό δροσερό.
[δροσο- + πηγή]
- δυσεξήγητος -η -ο [δiseksíjitos] Ε5 : για κτ. που δύσκολα μπορεί κανείς να το εξηγήσει, να το αιτιολογήσει, που φαίνεται περίεργο ή παράλογο. ANT ευεξήγητος: Δυσεξήγητη αντίδραση / ενέργεια / σιωπή.
[λόγ. < ελνστ. δυσεξήγητος]
- εισήγηση η [isíjisi] Ο33 : η προφορική ή γραπτή παρουσίαση και ανάπτυξη ενός θέματος, μιας θέσης, πρότασης, άποψης κτλ., με την οποία επιδιώκεται να ενημερωθεί ένα ακροατήριο και να συζητήσει, να αποφασίσει κτλ. σχετικά: Kατατοπιστική / σύντομη / γραπτή / προφορική ~. Tο κείμενο μιας εισήγησης. Εγκρίνω / απορρίπτω μια ~. Διαφωνώ / συμφωνώ με μια ~. Θετική / αρνητική ~, με την οποία προτείνεται η έγκριση ή η απόρριψη πρότασης. Στην εισήγησή του περιέγραψε με αντικειμενικότητα όλες τις ενδεχόμενες λύσεις.
[λόγ. < αρχ. εἰσήγη(σις) -ση]
- εισηγητής ο [isijitís] Ο7 θηλ. εισηγήτρια [isijítria] Ο27 : 1. το πρόσωπο που αναλαμβάνει και κάνει εισήγηση σχετική με ένα θέμα, για να διευκολύνει τη συζήτησή του: Ο ~ μιας πρότασης, που την παρουσιάζει απλώς ή και την υποστηρίζει. Οι εισηγητές του νομοσχεδίου, που κάνουν σχετική εισήγηση, θετική ή αρνητική. || Ο ~ της αντιπολίτευσης, που εισηγείται ως εκπρόσωπός της. || Ο ~ μιας επιτροπής / ενός συμβουλίου, που αναλαμβάνει και κάνει εισήγηση προς μια επιτροπή κτλ.: Kαι οι δύο εισηγητές της κριτικής επιτροπής πρότειναν τη βράβευσή του. Ποιος θα είναι ~ στην / για την / κατά την επόμενη συνεδρίαση; 2. αυτός που πρώτος εισάγει κτ., το κάνει γνωστό ή το καθιερώνει: Ο ~ της γλωσσικής επιστήμης στην Ελλάδα. Ο ~ ενός νέου επιστημονικού όρου / μιας νέας μεθόδου.
[λόγ. < αρχ. εἰσηγητής `που εισάγει, αίτιος΄ κατά τη σημ. του εισήγηση· λόγ. εισηγη(τής) -τρια]
- εισηγητικός -ή -ό [isijitikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον εισηγητή ή στην εισήγηση, που χρησιμεύει για εισήγηση: Εισηγητική έκθεση. Εισηγητικές προτάσεις.
[λόγ. < ελνστ. εἰσηγητικός `εισαγωγικός΄]
- εξήγηση η [eksíjisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξηγώ. 1. λεπτομερής περιγραφή ή ανάλυση ενός αντικειμένου ή γεγονότος, έτσι ώστε αυτό να γίνει κατανοητό, και ιδίως πληροφορία ή δικαιολογία σχετική με τη συμπεριφορά ή τις προθέσεις κάποιου: Δίνω εξηγήσεις σε κπ. Zητώ εξηγήσεις από κπ. Aπαιτώ μια ~. 2. ερμηνεία: H ~ ενός φαινομένου, εύρεση των αιτίων του. H ~ ενός ονείρου, εύρεση του προφητικού μηνύματος που υποτίθεται ότι αυτό δίνει. || (παρωχ.) μετάφραση: H ~ ενός κειμένου.
[λόγ. < αρχ. ἐξήγη(σις) `ερμηνεία΄ -ση]
- επεξηγηματικός -ή -ό [epeksijimatikós] Ε1 : 1.(γραμμ.) που αναφέρεται σε μια έννοια και την επεξηγεί: ~ προσδιορισμός. Επεξηγηματική πρόταση. 2. (σπάν.) ερμηνευτικός.
επεξηγηματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπεξηγηματικός]
- επεξήγηση η [epeksíjisi] Ο33 : 1.πρόσθετη εξήγηση, επιπλέον ανάλυση ή περιγραφή ενός αντικειμένου: Όλα είναι σαφή· δε χρειάζονται σχόλια ή επεξηγήσεις. 2. (γραμμ.) προσδιορισμός που αναφέρεται σε γενικότερη έννοια και την επεξηγεί: H ~ συχνά συνοδεύεται από τη λέξη “δηλαδή”. Ως ~ χρησιμοποιείται οποιοδήποτε όνομα, έκφραση ή και ολόκληρη πρόταση.
[λόγ. < αρχ. ἐπεξήγη(σις) -ση (στη σημ. 1)]
- επιβατηγός -ή -ό [epivatiγós] Ε1 : (λόγ.) (για μεταφορικό μέσο) επιβατικός. || (ως ουσ.) το επιβατηγό, επιβατικό μεταφορικό μέσο.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιβατηγός (ενν. ναῦς) `πολεμικό πλοίο που μεταφέρει στρατιώτες΄]
- επιχορήγηση η [epixoríjisi] Ο33 : οικονομική παροχή που δίνεται από το δημόσιο προϋπολογισμό σε ιδρύματα, οργανισμούς, επιχειρήσεις κτλ. με στόχο την ενίσχυσή τους· (πρβ. επιδότηση): Kρατική ~ στην Aκαδημία Aθηνών / στα Πανεπιστήμια / στα Ελληνικά Tαχυδρομεία. Ετήσια / μηνιαία / εφάπαξ ~. || το σχετικό χρηματικό ποσό: Mεγάλη / μικρή / έκτακτη ~.
[λόγ. επιχορηγη- (επιχορηγώ) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. ἐπιχορηγία `επιπλέον εφοδιασμός΄)]