Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
25 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αληγής -ής -ές [alijís] Ε10 : (μετεωρ.) αληγείς άνεμοι, άνεμοι των τροπικών χωρών που πνέουν ολόκληρο το έτος.
[λόγ. < ιταλ. alisei (πληθ.) < ισπαν. alisios παρετυμ. α- 1 λή(γω) -ής]
- αντιηγετικός -ή -ό [andiijetikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός σε ορισμένο ηγέτη ή ηγεσία.
[λόγ. αντι- + ηγετικός]
- αρχηγείο το [arxijío] Ο39 : 1.η έδρα του αρχηγού: Εγκατέστησε το ~ του σε ένα παλιό κτίριο στην άκρη του χωριού. Έγινε σύσκεψη ανώτατων αξιωματικών στο ~. 2. (στρατ.) η διοίκηση και το επιτελείο ορισμένων στρατιωτικών υπηρεσιών: ~ στρατού / πυροβολικού / αεροπορίας / χωροφυλακής κτλ.
[λόγ. αρχηγ(ός) -είον]
- αρχηγέτης ο [arxijétis] Ο10 θηλ. αρχηγέτιδα [arxijétiδa] Ο28 : 1.(ιστ.) ο ιδρυτής, ο οικιστής μιας πόλης· γενάρχης. 2. ο ηγεμόνας, ο αρχηγός.
[λόγ. < αρχ. ἀρχηγέτης· λόγ. < αρχ. ἀρχηγέτις, αιτ. -ιδα]
- αρχηγεύω [arxijévo] Ρ5.1α : 1.είμαι αρχηγός. 2. εκτελώ καθήκοντα αρχηγού, τον αναπληρώνω.
[λόγ. αρχηγ(ός) -εύω]
- γηγενής -ής -ές [jijenís] Ε10 : που γεννήθηκε στον τόπο στον οποίο κατοικεί· (πρβ. αυτόχθονας, ιθαγενής, ντόπιος): Γηγενείς πληθυσμοί. || (ως ουσ.): Οι γηγενείς και οι πρόσφυγες.
[λόγ. < αρχ. γηγενής]
- ηγεμόνας ο [ijemónas] Ο2 : ανώτατος άρχοντας, βασιλιάς, αυτοκράτορας κτλ. (κατά κανόνα σε παλαιότερα απολυταρχικά καθεστώτα). || αρχηγός ηγεμονίας1.
ηγεμονίσκος ο YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. ἡγεμών, αιτ. -όνα· λόγ. ηγεμον- (ηγεμών) -ίσκος]
- ηγεμόνευση η [ijemónefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ηγεμονεύω2: Επιδιώκουν την ~ του συνδικαλιστικού κινήματος.
[λόγ. ηγεμονεύ(ω) -σις > -ση]
- ηγεμονεύω [ijemonévo] Ρ5.1α : 1. είμαι ηγεμόνας. 2. λόγω υπεροχής (πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής κτλ.), έχω την απόλυτη κυριαρχία.
[λόγ. < αρχ. ἡγεμονεύω]
- ηγεμονία η [ijemonía] Ο25 : 1. (ιστ.) η εξουσία και η επικράτεια του ηγεμόνα· χώρα ημιανεξάρτητη η οποία βρίσκεται κάτω από την επικυριαρχία άλλης και έχει περιορισμένη τη δυνατότητα της αυτοδιάθεσης: Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες. H ~ της Mολδοβλαχίας. 2. η πολιτική, οικονομική, κοινωνική κτλ. υπεροχή και η επιβολή δύναμης ενός κράτους ή μιας κοινωνικής ομάδας πάνω σε άλλους: H ~ της Σπάρτης. H ~ των Aθηνών. H Γερμανία επεδίωξε την ~ του κόσμου. H οικονομική ~ της αστικής τάξης.
[λόγ.: 2: αρχ. ἡγεμονία· 1: & σημδ. γαλλ. principauté]