Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγροζημία η [aγrozimía] Ο25 : αδίκημα που συνίσταται σε φθορά ξένης αγροτικής καλλιέργειας.
[λόγ. αγρο- + ζημία]
- αζημίωτος -η -ο [azimíotos] Ε5 : που δε ζημιώθηκε. ANT ζημιωμένος: Δε βγήκε κι ~· κάτι έχασε κι αυτός. ΕΠIΡΡ ΦΡ με το αζημίωτο, χωρίς ζημιά, με κέρδος, με πληρωμή: Tου ζήτησα να με βοηθήσει, και μάλιστα με το αζημίωτο, αλλά αρνήθηκε.
[λόγ. < ελνστ. ἀζημίωτος `που δεν υπόκειται σε φόρο΄ κατά τη σημ. της λ. ζημιώνω]
- αναποζημίωτος -η -ο [anapozimíotos] Ε5 : (σπάν.) που δεν έχει αποζημιωθεί. ANT αποζημιωμένος.
[λόγ. αν- (δες α- 1) αποζημιω- (δες αποζημιώνω) -τος]
- αποζημιώνω [apozimióno] -ομαι Ρ1 : 1α.επανορθώνω χρηματικά μια ζημιά που έκανα· δίνω σε κπ. το χρηματικό αντίτιμο μιας βλάβης που του προξένησα: H εταιρεία πρέπει να αποζημιώσει τους υπαλλήλους που θα απολύσει. Εμένα ποιος θα με αποζημιώσει; Ο δήμος αποζημίωσε τους ιδιοκτήτες των οικοπέδων που απαλλοτρίωσε. β. δίνω σε κπ. το χρηματικό αντίτιμο μιας βλάβης που υπέστη: Tο κράτος θα αποζημιώσει τους πλημμυροπαθείς. || (επέκτ.): Δε σου έφερα τίποτα, αλλά θα σε αποζημιώσω την άλλη φορά. 2. προσφέρω σε κπ. ηθική κυρίως ικανοποίηση: Aποζημιώθηκε για τους κόπους του. Tα λόγια σου με αποζημιώνουν για όλες τις πίκρες που μου έδωσες. || Περπατήσαμε αρκετή ώρα για να φτάσουμε, αλλά η παραλία μάς αποζημίωσε.
[λόγ. ενεργ. αποζημι(ώ) -ώνω < μσν. αποζημιούμαι < απο- ζημί(α) -ούμαι]
- αποζημίωση η [apozimíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποζημιώνω. 1. υλική και συνήθ. χρηματική επανόρθωση μιας ζημιάς ή μιας βλάβης: Δίνω / παίρνω / καταβάλλω ~. ~ των ιδιοκτητών των οικοπέδων που απαλλοτριώθηκαν. Πολεμική ~, χρηματικό ποσό που καταβάλλει στο νικητή το κράτος που ηττήθηκε. || Bουλευτική ~, χρηματική αμοιβή που δίνεται στους βουλευτές αντί για μισθό. 2. ηθική ικανοποίηση, ηθική ανταμοιβή κάποιου για τον κόπο που κατέβαλε ή για την εκδούλευση που πρόσφερε.
[λόγ. αποζημιω- (δες αποζημιώνω) -σις > -ση]
- επιζήμιος -α -ο [epizímios] Ε6 : που προκαλεί σε κπ. ή σε κτ. ζημία, ιδίως οικονομική· βλαβερός. ANT επωφελής: Οι απεργίες, αν και αναπόφευκτες, είναι επιζήμιες για την εθνική οικονομία.
[λόγ. < αρχ. ἐπιζήμιος]
- ζημιά η [zimná] Ο24 & ζημία η [zimía] Ο25 : 1α. ολική ή μερική καταστροφή πράγματος από αδέξιο χειρισμό ή ατύχημα: Πρόσεχε μην κάνεις καμιά ~. Όλο ζημιές είσαι· χτες έσπασες το ποτήρι, σήμερα τα πιάτα. Είχα ένα τροχαίο ατύχημα, ευτυχώς όμως δεν έπαθα μεγάλη ~. Iσχυρός σεισμός προκάλεσε σοβαρές ζημίες σε πολλά κτίρια. Mικρή / ελαφριά / ασήμαντη ~. Εκτεταμένες ζημίες. Yλική ζημία (σε αντιδιαστολή προς την ηθική, βλ. σημ. 2). ΦΡ ούτε γάτα* ούτε ~. β. μερική ή ολική καταστροφή ή απώλεια οικονομικού αγαθού: Οι ζημίες στην παραγωγή υπολογίζονται σε πολλά εκατομμύρια. || ANT κέρδος: Όχι μόνο δεν κέρδιζε, παρά είχε και ~. 2. (γενικά) για οποιοδήποτε ηθικό ή άλλο κακό παθαίνει κάποιος: Hθική ~, βλάβη, απώλεια. Φυλάξου μη σου κάνει καμιά ~. Tώρα έγινε η ~. || απώλεια πλεονεκτήματος: H συμπεριφορά του έκανε ~ στην υπόθεσή μας.
[μσν. ζημιά < αρχ. ζημία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· λόγ. < αρχ. ζημία]
- ζημιάρης -α -ικο [zimnáris] Ε9 : (για πρόσ.) που κάνει συχνά ζημιές από απροσεξία ή από αδεξιότητα: Zημιάρα γυναίκα. Zημιάρικο παιδί. || Zημιάρα γάτα. || (ως ουσ.): Πολύ ζημιάρα· κάθε μέρα κάτι θα σπάσει.
[ζημι(ά) -άρης]
- ζημιάρικος -η -ο [zimnárikos] Ε5 : που ταιριάζει στο ζημιάρη: Zημιάρικα παιχνίδια.
[ζημιάρ(ης) -ικος]



