Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανευλάβεια η [anevlávia] Ο27 : η ιδιότητα του ανευλαβούς, η έλλειψη ευλάβειας· ασέβεια: ~ προς το Θεό / τους γονείς.
[λόγ. < ελνστ. ἀνευλάβεια]
- ανευλαβής -ής -ές [anevlavís] Ε10 : (λόγ.) που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ευλάβειας, σεβασμού στα λόγια και στις πράξεις του· ασεβής. ANT ευλαβής: H ~ συμπεριφορά του προκάλεσε την οργή.
[λόγ. < ελνστ. ἀνευλαβής]
- ευλάβεια η [evlávia] Ο27 : έκφραση τιμής, λατρείας και ταπείνωσης προς το θείο ή προς κτ. που θεωρείται ιερό. ANT ανευλάβεια: Εκκλησάκια, δείγματα της ευλάβειας του λαού. Στάθηκε με ~ μπροστά στον τάφο του πατέρα του. Παρακολούθησε τη Θεία Λειτουργία με (θρησκευτική) ~. (έκφρ.) με θρησκευτική ~, με πολύ μεγάλη προσοχή, με προσήλωση: Παρακολουθούσαν το μάθημα / τον άκουγαν με θρησκευτική ~.
[λόγ. < ελνστ. εὐλάβεια, αρχ. σημ.: `προσοχή΄]
- ευλαβής -ής -ές [evlavís] Ε10 : για κπ. που εκδηλώνει συναισθήματα τιμής, λατρείας και ταπείνωσης προς το Θεό ή προς κτ. πολύ σεβαστό, ιερό· ευλαβικός1. ANT ανευλαβής: ~ προσκυνητής.
(λόγ.) ευλαβώς ΕΠIΡΡ με ευλάβεια, ευλαβικά. [λόγ. < ελνστ. εὐλαβής, αρχ. σημ.: `προσεχτικός΄· λόγ. < αρχ. εὐλαβῶς]
- ευλαβικός -ή -ό [evlavikós] Ε1 : 1.για κπ. που εκδηλώνει ευλάβεια· ευλαβής: Tο ξωκλήσι το φροντίζουν κάποιοι ευλαβικοί άνθρωποι. ~ προσκυνητής της πατρικής γης. 2. που γίνεται με ευλάβεια: Ευλαβική προσφορά των πιστών. Ευλαβικό προσκύνημα.
ευλαβικά ΕΠIΡΡ: H νεολαία κατέθεσε ~ στεφάνι στους τάφους των ηρώων. [λόγ. ευλαβ(ής) -ικός]
- ευλαβούμαι [evlavúme] Ρ10.9β : (λόγ.) εκδηλώνω ευλάβεια, σέβομαι κπ. ή κτ.: Ευλαβείται τους γονείς του / τους νόμους.
[λόγ. < αρχ. εὐλαβοῦμαι `τιμώ το θεό΄]



