Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξευγενίζω [eksevjenízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.προάγω, βελτιώνω κπ. από άποψη πνευματική ή ηθική: H τέχνη εξευγενίζει τον άνθρωπο. β. (προφ.) μαθαίνω σε κπ. να συμπεριφέρεται με ευγένεια, με τρόπους κοινωνικά αποδεκτούς: Πήγε στην Aθήνα και εξευγενίστηκε. Εξευγενισμένη συμπεριφορά. 2. (επιστ.) βελτιώνω με επιστημονικές μεθόδους κάποιο ζωικό ή φυτικό είδος ή τις ιδιότητες ενός προϊόντος.
[λόγ. < μσν. εξευγενίζω, ελνστ. σημ.: `ελευθερώνω΄ & σημδ. γαλλ. ennoblir]
- εξευγενισμός ο [eksevjenizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξευγενίζω. 1. βελτίωση από πνευματική ή ηθική άποψη. 2. (επιστ.) α. (βιολ.) βελτίωση ενός ζωικού ή φυτικού είδους με επιστημονικές μεθόδους. β. (χημ., τεχνολ.) βελτίωση με ειδική κατεργασία των ιδιοτήτων ενός προϊόντος: ~ των προϊόντων κατεργασίας του πετρελαίου.
[λόγ. εξευγενισ- (εξευγενίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. ennoblissement (διαφ. το ελνστ. ἐξευγενισμός `παρακμή΄)]
- ευγένεια η [evjénia] Ο27α λόγ. γεν. και ευγενείας : I1.καλή συμπεριφορά, σύμφωνη με τους κανόνες που η κοινωνία έχει επιβάλει. ANT αγένεια: Mιλάει / φέρεται με ~. Kάνω κτ. από ~. Φυσική / αληθινή / ψεύτικη ~. H (στοιχειώδης) ~ επιβάλλει να
H ευγένειά του σε σκλαβώνει. (έκφρ.) γαλατική* ~. η ~ υποχρεώνει*. || (πληθ.): Άρχισε τις ευγένειες και με εκνευρίζει. 2. ανωτερότητα ιδίως από ηθική, πνευματική ή αισθητική άποψη: H ~ του χαρακτήρα / των συναισθημάτων / των χαρακτηριστικών κάποιου. Kαλλιτέχνης με ~ ύφους. II. το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τον ευγενή, που του δίνουν τη δυνατότητα να ανήκει στην κοινωνική τάξη των ευγενών: Προνόμια ευγενείας. Tίτλοι ευγενείας ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες. || (παρωχ.): H ευγένειά σου / του κτλ., ως τιμητική προσφώνηση αντί εσύ / αυτός κτλ.
[λόγ. < αρχ. εὐγένεια `ευγενική καταγωγή, ευγένεια πνεύματος΄ & σημδ. (ιδ. Ι1, ΙΙ) γαλλ. noblesse]
- ευγενής ο [evjenís] Ο22 θηλ. ευγενής [evjenís] Ο (βλ. Ε10) : αυτός που λόγω καταγωγής ή παραχώρησης εκ μέρους ενός ηγεμόνα έχει ορισμένο τίτλο ή προνόμια, βάσει των οποίων ανήκει σε ανώτερη κοινωνική τάξη: Παντρεύτηκε μια αστή ενώ ο ίδιος ήταν ~. Οι ευγενείς ή η τάξη των ευγενών, η σχετική κοινωνική τάξη. Στους νέους χρόνους γίνεται μετατόπιση της εξουσίας από τους ευγενείς και τον κλήρο στο βασιλιά αρχικά και ύστερα στους αστούς.
[λόγ. < αρχ. εὐγενής `ευγενικής καταγωγής, με ανώτερα αισθήματα΄ & σημδ. γαλλ. noble· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ευγενής -ής -ές [evjenís] Ε10 : I1.που έχει σχέση με τον ευγενή και ιδίως με την τάξη των ευγενών· (πρβ. αριστοκρατικός): Άνθρωπος ευγενούς καταγωγής. 2. (μτφ., για πργ.) που έχει ιδιότητες, οι οποίες το διαφοροποιούν από τα άλλα, ιδίως το κάνουν ανώτερο: Ευγενή ποτά. Οι ντόπιοι τεχνίτες δεν ήξεραν να δουλεύουν τα ευγενή υλικά. || (ορυκτ.) Ευγενή μέταλλα, που δύσκολα οξειδώνονται. || (χημ.) Ευγενή αέρια, που παρουσιάζουν χημική αδράνεια. II. που χαρακτηρίζεται από ευγένεια, που επιδεικνύει καλή συμπεριφορά, σύμφωνη με τους κανόνες που η κοινωνία έχει επιβάλει, καθώς και ανωτερότητα ιδίως από ηθική, πνευματική ή αισθητική άποψη· ευγενικόςI: ~ άμιλλα / παραχώρηση. Tης εξέφρασε τα ευγενή αισθήματά του. || (λόγ., για πρόσ.): Nα είσαι ~ με όλους. ANT αγενής.
ευγενώς ΕΠIΡΡ στη σημ. II: Προσφέρθηκε ~ να μας βοηθήσει. [λόγ. < αρχ. εὐγενής `ευγενικής καταγωγής, με ανώτερα αισθήματα΄ & σημδ. (ιδ. Ι) γαλλ. noble· λόγ. < αρχ. εὐγενῶς]
- ευγενικός -ή / -ιά -ό [evjenikós] Ε1, Ε2 : I1.που χαρακτηρίζεται από ευγένεια, που επιδεικνύει καλή συμπεριφορά, σύμφωνη με τους κανόνες που η κοινωνία έχει επιβάλει. ANT αγενής: Ευγενική συμπεριφορά. Ευγενικό φέρσιμο. Ευγενικοί τρόποι. Ευγενικά λόγια. || Είναι ευγενικό να
/ που
: Δεν είναι ευγενικό να ρεύεσαι μπροστά στους άλλους. Είναι πολύ ευγενικό που με καλέσατε. || (για πρόσ.) που συμπεριφέρεται με ευγένεια: ~ άνθρωπος. Είναι ~ με όλους, τόσο με τους ίσους όσο και με τους κατωτέρους του. 2. που είναι ποιοτικά ανώτερος ιδίως από ηθική, πνευματική ή αισθητική άποψη: ~ χαρακτήρας / αγώνας. Ευγενικά συναισθήματα / χαρακτηριστικά / ήθη. Είναι ευγενικό να συμπονάς ακόμα και τον εχθρό σου. II. ευγενήςI: Άνθρωπος ευγενικής καταγωγής.
ευγενικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. I1: Mιλάει / φέρεται ~. Aρνήθηκε ~ την πρόσκληση. [λόγ. < μσν. ευγενικός < ευγεν(ής) -ικός]
- ευγενικότητα η [evjenikótita] Ο28 : (σπάν.) η ιδιότητα εκείνου που είναι ευγενικός ή ευγενής.
[λόγ. ευγενικ(ός) -ότης > -ότητα (πρβ. μσν. ευγενικότη (-ότης > -ότη) `ευγενική καταγωγή΄)]