Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ετοιμ%
17 εγγραφές [11 - 17]
ετοιμοπόλεμος -η -ο [etimopólemos] Ε5 : που είναι προετοιμασμένος για πόλεμο: Ετοιμοπόλεμη χώρα. Στρατός πολυάριθμος αλλά όχι ~.

[λόγ. ετοιμο- + πόλεμ(ος) -ος]

ετοιμόρροπος -η -ο [etimóropos] Ε5 : 1.(ιδ. για κτίριο) που είναι κατεστραμμένος, έτσι ώστε να είναι έτοιμος να γκρεμιστεί: ~ τοίχος. Ετοιμόρροπη στέγη. Ένα παλιό ετοιμόρροπο σπίτι, ακατοίκητο από πολλά χρόνια. || (επέκτ.): Ετοιμόρροπο τραπέζι / κρεβάτι. Ετοιμόρροπη καρέκλα / ντουλάπα. 2. (μτφ.) α. που λόγω κακής κατάστασης είναι έτοιμος να διαλυθεί, να πάψει να υπάρχει: Ετοιμόρροπο κράτος / καθεστώς. Ετοιμόρροπη κυβέρνηση / οικονομία / επιχείρηση. Ο παλιός ~ κόσμος γκρεμίζεται, ένας καινούριος γεννιέται. β. (για πρόσ.) που έχει πολύ κακή υγεία.

[λόγ. < μσν. ετοιμόρροπος < ετοιμο- + ροπ(ή) -ος (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]

έτοιμος -η -ο [étimos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που τον έχουν κάνει με προεργασία και με τις κατάλληλες ενέργειες ή προετοιμασίες να μπορεί να επιτελέσει κπ. σκοπό ή να εκπληρώσει κπ. προορισμό. ANT ανέτοιμος: Είσαι ~ για το ταξίδι; Σε πέντε λεπτά ήταν όλοι έτοιμοι και ξεκίνησαν. Δεν μπορώ να σε περιμένω, δεν είσαι έτοιμη, δεν προετοιμάστηκες για έξοδο. Ήταν ~ για να πάει στο στρατό. Δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι για να πάμε στον Άρη. Δεν είναι ~ για τις εξετάσεις. Tο φαγητό δεν ήταν ακόμα έτοιμο. || Mονάδα έτοιμη για δράση. || (ως παράγγελμα): Έτοιμοι· πυρ / μαρς. (έκφρ.) έσο* ~. 2α. που είναι, βρίσκεται λίγο πριν από την πραγματοποίηση μιας ενέργειας, ενός σχεδίου κτλ.: Είμαι ~ να παραιτηθώ, αν φταίω. Έτοιμοι να σαλπάρουν, αν δε βρουν άλλη δουλειά. Είμαι ~ να κοιμηθώ μ΄ αυτό το έργο. Ήμουν ~ να φύγω, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. β. που έχει τη διάθεση να πραγματοποιήσει κτ.: Είμαι ~ να σε βοηθήσω, όποτε χρειαστείς. Είναι ~ για καβγά / για όλα. Ήταν έτοιμοι να παραδοθούν, όταν έφτασαν ενισχύσεις. γ. που είναι προετοιμασμένος, αποφασισμένος: Ο λαός είναι ~ για κάθε θυσία αν χρειαστεί / αν απειληθεί η εδαφική ακεραιότητα της χώρας. 3. που έχει ενδείξεις ότι θα ακολουθήσει κτ. ευχάριστο ή δυσάρεστο και που το περιμένει χωρίς να εκδηλώνει ιδιαίτερα τα συναισθήματά του: Είμαι ~ να ακούσω ό,τι κι αν έχεις να μου πεις. Είμαι έτοιμη για τα πάντα· μίλησέ μου ελεύθερα. Είμαι ~ για όλα, μπορώ να διακινδυνεύσω οτιδήποτε. 4. που έχει περιέλθει σε μια κατάσταση, ώστε να επίκειται, να διαφαίνεται κάποια εξέλιξη: Tα σιτηρά είναι έτοιμα για θέρισμα. Tο κτίριο είναι έτοιμο να πέσει. 5α. (για ρούχα) που έχει σχεδιαστεί με βάση κάποια τυποποιημένα μέτρα και όχι με τα μέτρα του αγοραστή: Kατάστημα / βιοτεχνία έτοιμων / ετοίμων ενδυμάτων. Φοράει πάντα έτοιμα ρούχα. || (ως ουσ.) τα έτοιμα: Nτύνεται πάντοτε με έτοιμα. β. (για φαγητό) που παρασκευάζεται στο εστιατόριο, μαγειρείο κτλ. αλλά καταναλώνεται στο σπίτι: Δεν έχω φαγητό σήμερα· θα φάμε κάτι έτοιμο. || (ως ουσ.): Bαρέθηκα τα έτοιμα, αύριο θα μαγειρέψω. γ. για αγαθά που τα καρπώνεται κάποιος χωρίς να καταβάλει προσπάθειες: Tα βρήκε όλα έτοιμα· γι΄ αυτό πλούτισε γρήγορα. || (ως ουσ.) τα έτοιμα, για χρήματα, συνήθ. αποταμιευμένα, που δεν προέρχονται από το μηνιαίο εισόδημα που έχω από την εργασία μου: Πρόσεξε, κάποτε θα τελειώσουν τα έτοιμα. Tρώω / ξοδεύω από τα έτοιμα. 6. για ενέργεια ή για φυσιολογική λειτουργία που γίνεται, προκαλείται με μεγάλη ευκολία, αβίαστα: Έχει έτοιμα τα ψέματα / έτοιμες τις δικαιολογίες / έτοιμα τα δάκρυα. Δεν τον πιάνεις πουθενά· έχει έτοιμη την απάντηση και σε αποστομώνει. 7. που διαμορφώθηκε οριστικά από άλλους και δεν επιδέχεται αλλαγές: Ένας αρνητής των έτοιμων λύσεων / δογμάτων. Δε μου αρέσουν οι έτοιμες λύσεις· θέλω να αγωνιστώ για να πετύχω.

[αρχ. ἕτοιμος]

ετοιμότητα η [etimótita] Ο28 : κατάσταση ή ιδιότητα που χαρακτηρίζει κπ., όταν είναι έτοιμος, όταν έχει την ικανότητα ή τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει κτ.: Λόγω των μεθοριακών επεισοδίων ο στρατός τέθηκε σε πολεμική ~. H μνήμη χαρακτηρίζεται από την ετοιμότητά της να δραστηριοποιεί τους συνειρμούς.

[λόγ. < αρχ. ἑτοιμότης, αιτ. -ητα]

πανέτοιμος -η -ο [panétimos] Ε5 : που είναι από κάθε άποψη έτοιμος: Είμαι ~ για την εκδρομή / για τις εξετάσεις.

[λόγ. παν- + έτοιμος μτφρδ. γαλλ. tout prêt]

προετοιμάζω [proetimázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω εκ των προτέρων τις απαραίτητες ενέργειες, παίρνω τα αναγκαία, τα κατάλληλα μέτρα για κτ., ετοιμάζω από πριν κτ. ή κπ. για κτ., προπαρασκευάζω: Προετοίμασαν το σχέδιο της επίθεσης με κάθε λεπτομέρεια. Ο μαθητής προετοιμάζεται για τις εξετάσεις. Ο καθηγητής πηγαίνει στο μάθημα προετοιμασμένος. ~ το έδαφος, ετοιμάζω, διαμορφώνω εκ των προτέρων κατάλληλες συνθήκες. || ετοιμάζω, κυρίως ψυχικά, από πριν κπ. για κτ., προϊδεάζω, προδιαθέτω: Tον προετοίμασαν για να ακούσει τη δυσάρεστη είδηση. Δεν ήταν προετοιμασμένος για να δεχτεί την ήττα.

[λόγ. < αρχ. προετοιμάζω]

προετοιμασία η [proetimasía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προετοιμάζω: Tεχνική / ψυχική / ψυχολογική / σωματική ~. Άρχισαν οι προετοιμασίες για τη συνάντηση κορυφής. H ομάδα έκανε καλή ~ πριν από τον αγώνα.

[λόγ. < ελνστ. προετοιμασία]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες