Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεπιτήδειος -α -ο [anepitíδios] Ε6 : που δεν είναι επιτήδειος σε κτ.· αδέξιος, ακατάλληλος: ~ ράφτης / υδραυλικός.
[λόγ. < αρχ. ἀνεπιτήδειος]
- ανεπιτηδειότητα η [anepitiδiótita] Ο28 : η έλλειψη επιτηδειότητας· αδεξιότητα, ακαταλληλότητα. ANT επιτηδειότητα.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεπιτηδειότης, αιτ. -ητα]
- ανεπιτήδευτος -η -ο [anepitíδeftos] Ε5 : που δεν είναι επιτηδευμένος, που είναι απροσποίητος, απλός, φυσικός, αυθόρμητος: Aνεπιτήδευτοι τρόποι. Aνεπιτήδευτη συμπεριφορά. Aνεπιτήδευτο ύφος.
ανεπιτήδευτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀνεπιτήδευτος]
- εξεπίτηδες [eksepítiδes] & ξεπίτηδες [ksepítiδes] επίρρ. τροπ. : (προφ.) επίτηδες: Kάνω / λέω κτ. ~. Λάθος ~.
[αρχ. ἐξεπίτηδες· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- επιτήδειος -α -ο [epitíδios] Ε6 : 1α.(λόγ.) κατάλληλος για κτ. β. (για πρόσ.) που είναι ικανός για κτ., επιδέξιος σε κτ.: ~ άνθρωπος. Ήταν πιο ~ στο παιχνίδι από όλους τους συνομηλίκους του. 2. (ως ουσ.) ο επιτήδειος, θηλ. επιτήδεια, μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο που ενεργεί και πετυχαίνει τους στόχους του στα πλαίσια της κοινωνίας με ανορθόδοξα μέσα: Έγιναν διευθυντές / πήραν προαγωγές οι επιτήδειοι όχι οι ικανοί και οι άξιοι.
επιτήδεια ΕΠIΡΡ με επιτηδειότητα. [λόγ. < αρχ. ἐπιτήδειος `κατάλληλος για κπ. σκοπό΄ & σημδ. γαλλ. habile]
- επιτηδειότητα η [epitiδiótita] Ο28 : η ιδιότητα του επιτήδειου ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτηδειότης, αιτ. -ητα `καταλληλότητα΄]
- επίτηδες [epítiδes] επίρρ. τροπ. : εκούσια, όχι τυχαία, από πρόθεση: Λέω / κάνω κτ. ~. || σκόπιμα: Nτουλάπα ~ καμωμένη γι΄ αυτό το χώρο.
[λόγ. < αρχ. ἐπίτηδες]
- επιτήδευμα το [epitíδevma] Ο49 : (λόγ.) επάγγελμα. || (νομ.) το ελεύθερο επάγγελμα: Άσκηση / φόρος επιτηδεύματος.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτήδευμα]
- επιτηδευματίας ο [epitiδevmatías] Ο3 : (νομ.) ο ελεύθερος επαγγελματίας.
[λόγ. επιτηδευματ- (επιτήδευμα) -ίας]
- επιτηδευμένος -η -ο [epitiδevménos] Ε3 μππ. του επιτηδεύομαι : (για ανθρώπινη ενέργεια, συμπεριφορά κτλ.) ANT ανεπιτήδευτος. α. υπερβολικά προσεγμένος: Επιτηδευμένο γράψιμο / ντύσιμο. Επιτηδευμένη κομψότητα. β. προσποιητός, όχι γνήσιος: Επιτηδευμένη συμπεριφορά. Επιτηδευμένο χαμόγελο. Επιτηδευμένη ευγένεια, πλαστή. Επιτηδευμένοι τρόποι.
επιτηδευμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐπιτετηδευμένος μππ. του ἐπιτηδεύομαι `εξασκημένος με τέχνη και όχι από φυσικού΄ με παράλειψη του αναδιπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]



