Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
23 εγγραφές [21 - 23] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνεπικουρώ [sinepikuró] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) προσφέρω βοήθεια, υποστήριξη μαζί με άλλον ή άλλους σε κπ. ή σε κτ.: Στο έργο της ανασυγκρότησης η κυβέρνηση συνεπικουρείται και από τις τοπικές οργανώσεις. Ο αρχιεπίσκοπος συνεπικουρούμενος από αρχιερείς τέλεσε τον αγιασμό.
[λόγ. < αρχ. συνεπικουρῶ]
- τηλεπικοινωνία η [tilepikinonía] Ο25 : α. η επικοινωνία ανάμεσα σε ανθρώπους που βρίσκονται σε μεγάλες μεταξύ τους αποστάσεις, με τη βοήθεια καλωδίων ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. β. (πληθ.) το σύνολο των μέσων με τα οποία γίνεται η επικοινωνία αυτή, δηλαδή το τηλέφωνο, η τηλεόραση, ο ραδιοτηλέγραφος κτλ.: Οργανισμός Tηλεπικοινωνιών Ελλάδας (ΟTΕ).
[λόγ. τηλ(ε)- + επικοινωνία μτφρδ. γαλλ. télécommunication (télé- = τηλε-)]
- τηλεπικοινωνιακός -ή -ό [tilepikinoniakós] Ε1 : που έχει σχέση με τις τηλεπικοινωνίες, που χρησιμοποιείται γι΄ αυτές: ~ δορυφόρος. Tηλεπικοινωνιακό δίκτυο / υλικό.
[λόγ. τηλεπικοινωνί(α) -ακός]