Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %επικο%
23 εγγραφές [11 - 20]
επικός -ή -ό [epikós] Ε1 : που αναφέρεται στο έπος: ~ ποιητής. Επική ποίηση. Επικό ποίημα. α. (ιδίως για το ηρωικό έπος): Ένας ~ ήρωας. Ο ~ κύκλος, το σύνολο των επικών ποιημάτων της πρώιμης ελληνικής αρχαιότητας εκτός από τα ομηρικά και τα ησιόδεια· κύκλια έπη. β. (μτφ.) που θυμίζει ηρωικό έπος ή εποποιία από άποψη προσώπων και γεγονότων: Ένας ~ αγώνας. Επική μάχη / προσπάθεια.

[λόγ.: α: ελνστ. ἐπικός· β: γαλλ. épique (στη νέα σημ.) < λατ. epicus < ελνστ. ἐπικός]

επικούρειος -α -ο [epikúrios] Ε6 : 1.που έχει σχέση με τον Επίκουρο και ιδίως με τις απόψεις του: Επικούρεια φιλοσοφία / ηθική / διδασκαλία. Οι επικούρειοι φιλόσοφοι. || (ως ουσ.) ο επικούρειος, ο επικούρειος φιλόσοφος. 2. (σπάν.) ευδαιμονιστικός: Επικούρεια διάθεση / νοοτροπία. || (ως ουσ.) ο επικούρειος, ο ευδαιμονιστής.

[λόγ. < ελνστ. Ἐπικούρειος]

επικουρία η [epikuría] Ο25 : (σπάν.) βοήθεια: Έρχομαι για / σε ~ κάποιου, για να τον βοηθήσω. || (πληθ.) στρατιωτικές ενισχύσεις.

[λόγ. < αρχ. ἐπικουρία]

επικουρικός -ή -ό [epikurikós] Ε1 : 1.που έχει ως προορισμό την παροχή στρατιωτικής βοήθειας: Επικουρικά στρατεύματα. Επικουρικές στρατιωτικές δυνάμεις. 2. που παίζει δευτερεύοντα ή συμπληρωματικό ρόλο. ANT κύριος: Επικουρική ασφάλιση / σύνταξη. Επικουρικό ασφαλιστικό ταμείο. || (ανατ.) Επικουρικοί αναπνευστικοί σωλήνες. || βοηθητικός: Ένας ~ διάδρομος. Επικουρική είσοδος. επικουρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐπικουρικός· 2: σημδ. γαλλ. subsidiaire]

επικουρισμός ο [epikurizmós] Ο17 : 1.(σπάν.) η φιλοσοφική και ιδίως η ηθική θεωρία του Επικούρου. 2. ευδαιμονισμός.

[λόγ. < γαλλ. épicur isme < αρχ. Ἐπίκουρ(ος) -isme = -ισμός]

επίκουρος -η -ο [epíkuros] Ε5 : (για πρόσ.) 1. (λόγ.) που παίζει ρόλο βοηθού: H γυναίκα του, σύντροφος στη ζωή και ~ στο κοινωνικό του έργο. 2. ως χαρακτηρισμός εκείνων που κατέχουν ορισμένη, συνήθ. κατώτερη, θέση σε μια ιεραρχική κλίμακα: ~ ιατρός. || ~ καθηγητής και ως ουσ. βαθμίδα της πανεπιστημιακής ιεραρχίας ανάμεσα στο λέκτορα και στον αναπληρωτή.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐπίκουρος· 2: σημδ. γαλλ. & αγγλ. assistant]

επικουρώ [epikuró] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) βοηθώ.

[λόγ. < αρχ. ἐπικουρῶ]

ραδιοεπικοινωνία η [raδioepikinonía] Ο25 : η επικοινωνία με ηλεκτρομαγνητικά κύματα.

[λόγ. ραδιο- 1 + επικοινωνία μτφρδ. γαλλ. radio communication]

ραδιοτηλεπικοινωνία η [raδiotilepikinonía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : επικοινωνία με ερτζιανά κύματα, το σύνολο των τεχνικών εφαρμογών που αφορούν τη μεταφορά ήχων ή εικόνων με ερτζιανά κύματα (τηλεφωνία, ραδιοφωνία, τηλεόραση, ραντάρ κτλ.).

[λόγ. ραδιο- 1 + τηλεπικοινωνία μτφρδ. αγγλ. radio-communication]

συνεπίκουρος ο [sinepíkuros] Ο20 : (λόγ.) αυτός που συνεπικουρεί κπ.

[λόγ. < μσν. συνεπίκουρος < συν- επίκουρος]

< Προηγούμενο   1 [2] 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες