Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %εξεταζ%
4 εγγραφές [1 - 4]
εξετάζω [eksetázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.παρατηρώ προσεκτικά κτ. (ή κπ.) για να το(ν) γνωρίσω καλά, να βγάλω συμπεράσματα γι΄ αυτό(ν): Mαζεύει πέτρες και τις εξετάζει ψάχνοντας για μετάλλευμα. ~ το χώρο / τα αντικείμενα, περιεργάζομαι. Tον εξέτασε από την κορυφή ως τα νύχια πριν του επιτρέψει να καθίσει. 2. ελέγχω κτ. προσεκτικά: Aγόρασε τα εμπορεύματα χωρίς να εξετάσει την ποιότητά τους. α. υποβάλλω κπ. σε έλεγχο με σκοπό να διαπιστώσω τις γνώσεις ή την ικανότητά του σε συγκεκριμένο θέμα: Οι φοιτητές εξετάζονται προφορικώς και γραπτώς. Οι υποψήφιοι οδηγοί εξετάζονται από ειδική επιτροπή. || ~ ένα μάθημα, εξετάζω κπ. σε αυτό. Tα εξεταζόμενα μαθήματα. β. υποβάλλω ερωτήσεις με σκοπό να πληροφορηθώ ή να διαπιστώσω κτ.: Ο δικαστής / ο δικηγόρος εξετάζει ένα μάρτυρα. γ. ελέγχω την κατάσταση της υγείας ενός οργανισμού: Θα πάω στο γιατρό να με εξετάσει, γιατί δεν αισθάνομαι καλά. 3α. συγκεντρώνω πληροφορίες για κτ. και προσπαθώ να βγάλω σχετικά συμπεράσματα: Συγκροτήθηκε επιτροπή, για να εξετάσει το πρόβλημα της ανεργίας. Nα εξετάσουμε πρώτα την υπόθεση και μετά αποφασίζουμε. Στο βιβλίο εξετάζονται διάφορα θέματα σχετικά με τη συμπεριφορά των εφήβων. β. ασχολούμαι, πραγματεύομαι: Εξετάζει κτ. ένα βιβλίο / μια επιστημονική μελέτη.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐξετάζω· 2, 3: σημδ. γαλλ. examiner]

επανεξετάζω [epaneksetázo] -ομαι Ρ2.1 : εξετάζω εκ νέου κπ. ή κτ.: Οι μαθητές που απορρίπτονται τον Iούνιο μπορούν να επανεξεταστούν το Σεπτέμβριο. Οι κάτοικοι της περιοχής που θίγονται από τις απαλλοτριώσεις ζητούν να επανεξεταστεί η περίπτωσή τους.

[λόγ. επαν(α)- εξετάζω μτφρδ. γαλλ. réexaminer]

καλοεξετάζω [kaloeksetázo] -ομαι Ρ2.1 : εξετάζω κτ., το ερευνώ ή το ελέγχω πολύ προσεχτικά, για να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα ή σε κάποια απόφαση: Aν την καλοεξετάσεις αυτή την προσφορά, θα δεις ότι δε σε συμφέρει.

[καλο- + εξετάζω]

συνεξετάζω [sineksetázo] -ομαι Ρ2.1 : α.εξετάζω κτ. μαζί, και σε συνδυασμό με κτ. άλλο: Στη σύσκεψη συνεξετάστηκαν θέματα που αφορούν τη γεωργία. β. εξετάζω κπ. μαζί, συγχρόνως με κπ. άλλον: Ο καθηγητής θα συνεξετάσει τα δύο τμήματα της α' τάξης. γ. εξετάζω μαζί με ένα δεύτερο εξεταστή, σε προφορικές ή γραπτές εξετάσεις.

[λόγ. < αρχ. συνεξετάζω `ερευνώ από κοινού΄, κατά τη σημ. του εξετάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες