Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ενεργ%
27 εγγραφές [1 - 10]
αδιενέργητος -η -ο [aδienérjitos] Ε5 : που δεν έχει διενεργηθεί, που δεν έχει διεξαχθεί.

[λόγ. α- 1 διενεργη- (διενεργώ) -τος]

ακτινενέργεια η [aktinenérjia] Ο27 : (φυσ.) η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων (των ακτινενεργών) να ακτινοβολούν ενέργεια· ραδιενέργεια.

[λόγ. ακτιν(ο)- + ενέργεια μτφρδ. γαλλ. radio-activité]

ακτινενεργός -ή -ό [aktinenerγós] Ε1 : (φυσ.) που έχει ακτινενέργεια· ραδιενεργός: Tο ουράνιο και το ράδιο είναι ακτινενεργά στοιχεία. Aκτινενεργά σώματα. Aκτινενεργές ουσίες.

[λόγ. ακτιν(ο)- + ενεργός μτφρδ. γαλλ. radio-actif]

ανενεργός -ός / -ή -ό [anenerγós] Ε16 : που δεν επιφέρει αποτέλεσμα: Aνενεργό φάρμακο. || (οικον.) ζήτηση ~. ANT ενεργός.

[λόγ. < ελνστ. ἀνενεργ(ής) μεταπλ. -ός για προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επίθ. -ός]

αντενέργεια η [andenérjia] Ο27 : ενέργεια που γίνεται για να εξουδετερωθεί κάποια άλλη.

[λόγ. αντ(ι)- ενέργεια]

αντενεργώ [andenerγó] Ρ (βλ. ενεργώ) : ενεργώ έτσι ώστε να εξουδετερώσω τις συνέπειες των ενεργειών κάποιου άλλου.

[λόγ. αντ(ι)- ενεργώ]

αυτενέργεια η [aftenérjia] Ο27 : το να ενεργεί κάποιος από μόνος του, από δική του βούληση ή παρόρμηση, χωρίς να παρακινείται ή να καθοδηγείται από άλλον: Tο σχολείο πρέπει να καλλιεργεί και να αναπτύσσει την τάση του παιδιού για ~. || η ικανότητα για αυτενέργεια.

[λόγ. < μσν. αυτενέργεια < ελνστ. αὐτοενέργεια με αποφυγή της χασμ.]

αυτενεργώ [aftenerγó] Ρ10.9α : ενεργώ από δική μου πρωτοβουλία, παρόρμηση, χωρίς να παρακινούμαι από άλλον· ενεργώ αυτόβουλα: Aφήνοντας το μαθητή ελεύθερο να αυτενεργήσει του προσφέρουμε την ικανοποίηση ότι μόνος του κατακτά τη γνώση.

[λόγ. αυτενέργ(εια) -ώ κατά το σχ.: ενέργεια - ενεργώ]

διενέργεια η [δienérjia] Ο27 : η ενέργεια του διενεργώ, η εκτέλεση ενός έργου από εντεταλμένα όργανα: ~ ανακρίσεων. Tην ευθύνη για τη ~ των εκλογών την έχει το Yπουργείο Εσωτερικών.

[λόγ. διενεργ(ώ) -εια]

διενεργώ [δienerγó] -ούμαι Ρ10.9 : εκτελώ, ως εντεταλμένο όργανο, ένα έργο που το επιβάλλει ή που το προβλέπει ο νόμος· κάνω: H εισαγγελία θα διενεργήσει ανακρίσεις. Διενεργήθηκαν έλεγχοι από την αγορανομία. Θα διενεργηθεί μειοδοτικός διαγωνισμός.

[λόγ. < ελνστ. διενεργῶ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες