Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενάργεια η [enárjia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του εναργούς· σαφήνεια, καθαρότητα λόγου, διανοήματος, έκφρασης: ~ ύφους. Εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του με ~.
[λόγ. < αρχ. ἐνάργεια]
- εναργής -ής -ές [enarjís] Ε10 : (λόγ., για σκέψη, λόγο κτλ.) που τον αντιλαμβάνονται με απόλυτη σαφήνεια· σαφής, καθαρός, ξεκάθαρος: ~ σκέ ψη / διατύπωση / περιγραφή. Εναργές ύφος. || ~ μνημονική εικόνα, ευκρινής, ξεκάθαρη.
[λόγ. < αρχ. ἐναργής]



