Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %εμφαν%
10 εγγραφές [1 - 10]
ανεμφάνιστος -η -ο [anemfánistos] Ε5 : που δεν τον εμφάνισαν ακόμη: Aνεμφάνιστο φιλμ.

[αν- (δες α- 1) εμφανισ- (εμφανίζω) -τος (διαφ. το μσν. ανεμφάνιστος `χωρίς επίσημη κοινοποίηση΄)]

εμφανής -ής -ές [emfanís] Ε10 : που διακρίνεται ή γίνεται αντιληπτός (με την όραση ή γενικότερα την αντίληψη) καλά και ευχερώς· ορατός, φανερός, ευδιάκριτος, προφανής, πρόδηλος, αισθητός: Εμφανή σημεία / σημάδια. ~ διαφορά / ομοιότητα / βελτίωση / αύξηση / επίδραση. Παρουσιάστηκε στο δικαστήριο με εμφανή τα σημάδια του ξυλοδαρμού. || (έκφρ.) είναι εμφανές ότι…, είναι φανερό, πρόδηλο. εμφανώς ΕΠIΡΡ φανερά, αισθητά, πολύ: Έχει ~ βελτιωθεί. || (με επίθ. που σημαίνουν ποσότητα, ποιότητα κτλ., συνήθ. συγκρ. βαθμού): ~ διαφορετικός. ~ καλύτερος / μεγαλύτερος / μικρότερος.

[λόγ. < αρχ. ἐμφανής, ἐμφανῶς]

εμφανίζω [emfanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.κάνω φανερό, ορατό κτ. που είναι κρυμμένο· παρουσιάζω: Tου ζήτησαν να εμφανίσει στο δικαστήριο τα έγγραφα που κατείχε, να προσκομίσει και να επιδείξει. || παρουσιάζω κπ. ή κτ. με ορισμένη μορφή ή ιδιότητα: Mας τον εμφάνισε ως αυτόπτη μάρτυρα. β. για κτ. που αρχίζει να αναπτύσσεται σε βαθμό που να γίνει αντιληπτό: Εμφανίζει συμπτώματα γρίπης. γ. (ειδικότ.) επεξεργάζομαι φωτογραφικό φιλμ, για να σχηματιστεί επάνω σε αυτό η αρνητική εικόνα. || (επέκτ.) εμφανίζω φωτογραφικό φιλμ και εκτυπώνω τις φωτογραφίες. 2. (παθ.) α. γίνομαι φανερός, ορατός· φαίνομαι. ANT εξαφανίζομαι: Ένα παράξενο φως εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Tα πρώτα προβλήματα εμφανίστηκαν μετά το διαζύγιο. β. έρχομαι και παρουσιάζομαι κάπου: Έχει καιρό να εμφανιστεί από εδώ. Εμφανίστηκε στο δικαστήριο για να καταθέσει, παρουσιάστηκε, προσήλθε. Εμφανίστηκε στο μπαλκόνι για να χαιρετίσει τους οπαδούς. γ. παρουσιάζομαι με ορισμένη μορφή ή ιδιότητα: Mας εμφανίστηκε με επίσημο ένδυμα. Εμφανίστηκε ως σωτήρας του έθνους. || (ειδικότ., για καλλιτέχνη ή για το έργο του) παίρνω μέρος σε μια καλλιτεχνική εκδήλωση: Ήταν η πρώτη φορά που θα εμφανιζόταν στο θέατρο ως πρωταγωνιστής. δ. παρουσιάζομαι, φανερώνομαι για πρώτη φορά: Tα καινούρια ευρήματα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος εμφανίστηκε στην Aφρική πριν από δύο εκατομμύρια χρόνια. || Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με μια μικρή ποιητική συλλογή, πρωτοεμφανίστηκε.

[λόγ. < αρχ. ἐμφανίζω `κάνω ορατό, δείχνω΄]

εμφάνιση η [emfánisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμφανίζω. α. το γεγονός ότι εμφανίζεται κάποιος ή κτ., καθώς και ο τρόπος, η μορφή με την οποία παρουσιάζεται: H ~ ενός κομήτη. Ξαφνική / αιφνίδια ~. Επίσημη / εντυπωσιακή ~. H πρώτη δημόσια ~. H ~ κάποιου στη σκηνή. || προσέλευση: Είναι απαραίτητη η εμφάνισή σου στο δικαστήριο. || (για χαρτονόμισμα): Πέντε χιλιάδες δραχμές πληρωτέες με την ~, με την προσκόμιση. β. το να φανερώνεται κτ. για πρώτη φορά: ~ συμπτωμάτων ασθένειας. || (για προϊόντα): H ~ νέων τηλεοράσεων στην αγορά. γ. (ειδικότ.) η επεξεργασία φωτογραφικού φιλμ, με την οποία σχηματίζεται επάνω σ΄ αυτό η αρνητική εικόνα: H ~ στοιχίζει πεντακόσιες δραχμές και η εκτύπωση πενήντα δραχμές για κάθε φωτογραφία. || (επέκτ.) για την εμφάνιση του φιλμ και την εκτύπωση των φωτογραφιών: Έδωσα τρία φιλμ για ~. δ. η ενδυμασία και γενικά η εξωτερική εικόνα κάποιου: Προσέχει την εμφάνισή της. Γοητευτική ~.

[λόγ. < αρχ. ἐμφάνι(σις) `παρουσίαση΄ -ση]

εμφανίσιμος -η -ο [emfanísimos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει αρκετά καλή, ευπρεπή εξωτερική εμφάνιση (ενδυμασία κτλ.)· ευπαρουσίαστος: ~ νέος. || (για πργ., συνήθ. σε αρνητική εκφορά): Tο γλυκό έγινε καλό στη γεύση, αλλά δεν είναι εμφανίσιμο, δεν έχει καλή όψη, ώστε να μπορεί κανείς να το προσφέρει.

[λόγ. εμφανισ- (εμφανίζω) -ιμος (διαφ. το ελνστ. ἐμφανίσιμα τά `φόρος που πληρώνεται κατά την εγκατάσταση΄)]

εμφανιστήριο το [emfanistírio] Ο40 : εργαστήριο για την εμφάνιση φωτογραφικών φιλμ ή συσκευή για την ίδια εργασία.

[λόγ. εμφανισ- (εμφανίζω) -τήριον]

εμφαντικός -ή -ό [emfandikós] Ε1 : (λόγ.) 1. δηλωτικός, ενδεικτικός. 2. αντί του εμφατικός. εμφαντικώς & εμφαντικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐμφαντικός, ἐμφαντικῶς]

επανεμφανίζω [epanemfanízo] -ομαι Ρ2.1 : εμφανίζω εκ νέου κπ. ή κτ.

[λόγ. επαν(α)- εμφανίζω]

επανεμφάνιση η [epanemfánisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανεμφανίζω.

[λόγ. επαν(α)- εμφάνι(σις) -ση]

πρωτοεμφανίζομαι [protoemfanízome] Ρ2.1β : κάνω την πρώτη μου εμφάνιση, παρουσιάζομαι για πρώτη φορά: Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα / στην πολιτική το 1933. Πρωτοεμφανιζόμενος τραγουδιστής.

[λόγ. πρωτο- + εμφανίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες