Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 13 εγγραφές [11 - 13] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκκλησιολογία η [eklisiolojía] Ο25 : το μέρος της δογματικής θεολογίας που εξετάζει τα σχετικά με τη φύση, την ουσία, τις ιδιότητες, τις δομές κτλ. της εκκλησίαςI.
[λόγ. < γαλλ. ecclésiologie < ελνστ. ἐκκλησί(α) -ο- + -logie = -λογία]
- παραεκκλησιαστικός -ή -ό [paraeklisiastikós] Ε1 : που έχει σχέση με εκκλησιαστικές δραστηριότητες εκτός των διαδικασιών της επίσημης εκκλησίας: Παραεκκλησιαστικές οργανώσεις. Παραεκκλησιαστικοί κύκλοι.
[λόγ. παρα- 1 εκκλησιαστικός]
- παρεκκλήσι το [pareklísi] Ο44 & παρεκκλήσιο το [pareklísio] Ο40 : μικρή εκκλησία που ανήκει σε κάποιο ίδρυμα, σε κπ. ιδιώτη ή που εξαρτιέται από άλλη μεγαλύτερη: H λειτουργία έγινε στο ~ του νοσοκομείου / των φυλακών / της Mητρόπολης.
[μσν. παρεκκλήσιον με αποφυγή της χασμ. < παρ(α)- 1 εκκλησί(α) -ον· λόγ. < μσν. παρεκκλήσιον]



