Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 229 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξειδίκευση η [eksiδíkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξειδικεύω. 1. περιορισμός κτ. γενικού σε μια συγκεκριμένη περίπτωση: ~ της συζήτησης. 2. (για πρόσ.) απόκτηση γνώσεων και εμπειρίας σε ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος· ειδίκευση: Επαγγελματική ~. Ο ανθρωπισμός ως αντίδοτο στην υπερβολική ~ και στην τεχνολογία.
[λόγ. εξειδικεύ(ω) -σις > -ση]
- εξειδικεύω [eksiδikévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.ειδικεύω πλήρως κτ. γενικό, το περιορίζω εντελώς σε μια συγκεκριμένη περίπτωση: ~ μια έρευνα / μια συζήτηση. Εξειδικευμένη γνώση. Εξειδικευμένο πρόγραμμα ερευνών. Εξειδικευμένες σπουδές. 2. (παθ., για πρόσ.) αποκτώ γνώσεις και εμπειρία σε ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος· ειδικεύομαι: Εξειδικευμένο προσωπικό.
[λόγ. εξ- ειδικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. spécialiser]
- επειδή [epiδí] σύνδ. αιτιολ. : εισάγει δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις και εκφέρει το λόγο εξαιτίας του οποίου ισχύει ή όχι αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση. 1α. γιατί: Δεν πήγα, ~ ήμουν άρρωστος. Mαταίωσε το ταξίδι του, ~ τα τρένα είχαν απεργία. Ένιωθε σαν ξένος, ~ είχε χρόνια να τους δει. Θύμωσε, ~ του μίλησαν άσχημα. Δεν τους προσκάλεσα, ~ ήξερα ότι δε θα έρθουν. || σε έμφαση: Yποχώρησα, μόνο και μόνο ~ τους λυπήθηκα. β. (όταν προηγείται η αιτιολογική πρόταση) για το λόγο ότι, εξαιτίας του ότι: ~, όπως φαίνεται, θα αργήσουν, θα πεταχτώ για μερικά ψώνια. ~ μάλλον θα βρέξει, ας μείνουμε σπίτι. γ. και / κι ~, σε αφηγήσεις βοηθάει στη μετάβαση του λόγου: Kαι ~ όλοι ήξεραν το πάθημά του
2. και / κι ~, σε επιφωνηματική χρήση δηλώνει ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον τόνο της φωνής: α. (σε ερωτηματική εκφορά) έντονη αντίρρηση, αγανάκτηση, ειρωνεία κτλ.: Kι ~ σου το είπε, έπρεπε να το κάνεις; β. ως απάντηση για έντονη αδιαφορία: Kι ~;, και σαν;, και λοιπόν;
[αρχ. ἐπειδή]
- επονείδιστος -η -ο [eponíδistos] Ε5 : (λόγ.) που προκαλεί όνειδος στον άνθρωπο, που τον ντροπιάζει ή τον γελοιοποιεί: Επονείδιστη πράξη / συμπεριφορά. Επονείδιστοι όροι μιας συνθήκης.
[λόγ. < αρχ. ἐπονείδιστος]
- ερείδομαι [eríδome] Ρ : (λόγ.) στηρίζομαι ή βασίζομαι σε κτ.
[λόγ. < αρχ. ἐρείδω μέσο κατά το στηρίζομαι]
- εσπεριδοειδή τα [esperiδoiδí] Ο (βλ. Ε10) : γενική ονομασία μικρών αειθαλών δέντρων που καλλιεργούνται σε σχετικώς θερμά κλίματα κυρίως για τους χυμώδεις καρπούς τους: Πορτοκαλιές, λεμονιές, μανταρινιές, νεραντζιές και άλλα ~. Kαλλιέργεια εσπεριδοειδών. || οι καρποί των εσπεριδοειδών: Παραγωγή / εμπόριο / κατανάλωση εσπεριδοειδών.
[λόγ. < αρχ. ῾Εσπερίδ(ες) `θεότητες στη Δύση που φύλαγαν τα χρυσά μήλα΄ -ο- + -ειδή, ουδ. πληθ. του -ειδής μτφρδ. γαλλ. hespéridées < αρχ. ῾Εσπερίδες]
- ετεροειδής -ής -ές [eteroiδís] Ε10 : (λόγ.) που δεν είναι ίδιου είδους με κτ. άλλο. ANT ομοειδής.
[λόγ. < αρχ. ἑτεροειδής]
- ευειδής -ής -ές [eviδís] Ε10 : (λόγ.) όμορφος. ANT δυσειδής.
[λόγ. < αρχ. εὐειδής]
- ευκλείδειος -ος / -α -ο [efklíδios] Ε15 : που αναφέρεται στον Ευκλείδη: α. στον αρχαίο Έλληνα γεωμέτρη: Ευκλείδεια γεωμετρία, που στηρίζεται στα αξιώματα που διατυπώθηκαν από τον Ευκλείδη. ~ χώρος, ο χώρος των τριών διαστάσεων, που στηρίζεται στο αξίωμα των παραλλήλων της ευκλείδειας γεωμετρίας. β. στον αρχαίο Aθηναίο άρχοντα: Ευκλείδεια γραφή, το ιωνικό αλφάβητο που καθιερώθηκε στην Aθήνα, όταν ήταν άρχοντας ο Ευκλείδης.
[λόγ. < ελνστ. Εὐκλείδ(ης) -ειος μτφρδ. γαλλ. euclidien < λατ. Εuclid(es) < ελνστ. Εὐκλείδ(ης) -ien = -ειος]
- ευσυνειδησία η [efsiniδisía] Ο25 : η ιδιότητα του ευσυνείδητου, η συνέπεια και η αφοσίωση στην εκτέλεση επαγγελματικών, κοινωνικών ή άλλων υποχρεώσεων. ANT ασυνειδησία: Kανένας δεν αμφισβήτησε την ~ των δασκάλων μας. Εργάστηκε με πολλή / με μεγάλη ~.
[λόγ. < ελνστ. εὐσυνειδησία `καθαρή συνείδηση, ακεραιότητα΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ευσυνείδητος]



