Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ειδ%
229 εγγραφές [61 - 70]
ειδικός -ή -ό [iδikós] Ε1 : 1.ANT γενικός. α. που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος: Ειδικά χαρακτηριστικά. β. που αφορά ορισμένη περίπτωση, ορισμένο σκοπό ή προορισμό: ~ νόμος. Ειδικά φάρμακα. Ειδική έρευνα / μελέτη / μέθοδος. Ειδική διδακτική. Ειδική χρήση. Ειδικές γνώσεις. || Άτομα με ειδικές ανάγκες, άτομα με σωματική ή πνευματική αναπηρία που χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα: Aθλητικοί αγώνες για άτομα με ειδικές ανάγκες. Διαμόρφωση πεζοδρομίων και δημόσιων χώρων για άτομα με ειδικές ανάγκες. γ. για πρόσωπο που ασχολείται με ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος: Tεχνίτης ~ στην επισκευή πετρελαιοκινητήρων. ~ ποινικολόγος. Δεν ξέρω· καλύτερα να ρωτήσεις άλλον πιο ειδικό. || (ως ουσ.) ο ειδικός: Πρέπει να ρωτήσουμε τους ειδικούς. δ. (φυσ.) Ειδικό βάρος, το βάρος μιας ουσίας ανά μονάδα όγκου. Ειδική θερμότητα. 2. (γραμμ.) ~ σύνδεσμος, κατηγορία συνδέσμων. Ειδικές προτάσεις, δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους. || (αρχ. γραμμ.) Ειδικό απαρέμφατο, που αποδίδεται με ειδική πρόταση. ειδικά & (λόγ.) ειδικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. εἰδικός (στη σημ. 1α· 1β: σημδ. γαλλ. spécial· 1γ: σημδ. γαλλ. spécialiste· 1δ: σημδ. γαλλ. spécifique)· λόγ. < ελνστ. εἰδικῶς]

ειδικότητα η [iδikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ειδικού, εκείνου που γνωρίζει ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος: Ειδικότητά του είναι το κληρονομικό δίκαιο. Έχει ~ στην παιδιατρική.

[λόγ. ειδικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. spécialité]

ειδολογικός -ή -ό [iδolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην έννοια του είδους: Ειδολογική κατάταξη, κατά είδη. || Ειδολογική διαφορά, ειδοποιός. ειδολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. είδ(ος) -ο- + -λογ(ία) -ικός]

ειδοποίηση η [iδopíisi] Ο33 : α.η ενέργεια του ειδοποιώ, η πληροφορία κάποιου για κτ. που έγινε ή θα γίνει: H φωτιά σβήστηκε χάρη στην έγκαιρη ~ και άφιξη της πυροσβεστικής. β. έγγραφο, επιστολή κτλ. με το οποίο ειδοποιείται κάποιος· ειδοποιητήριο: Στέλνω ~.

[λόγ. < ελνστ. εἰδοποίη(σις) `κατασκευή τυπικής μορφής΄ -ση από σφαλερή ταύτιση των αρχ. λ. εrδος - εἴδησις κατά τη σημ. της λ. ειδοποιώ]

ειδοποιητήριο το [iδopiitírio] Ο40 : έγγραφο με το οποίο ειδοποιείται κάποιος για κτ.· ειδοποίησηβ.

[λόγ. ειδοποίη(σις) -τήριον απόδ. γαλλ. lettre d΄avis]

ειδοποιός -ός -ό [iδopiós] Ε16 : (λογ.) που χαρακτηρίζει ένα είδος, που το κάνει να διακρίνεται από άλλα είδη του ίδιου γένους: ~ διαφορά. Ειδοποιό γνώρισμα.

[λόγ. < αρχ. εἰδοποιός `που συνιστά είδος΄]

ειδοποιώ [iδopió] -ούμαι Ρ10.9 : πληροφορώ κπ. για κτ. που έγινε ή θα γίνει, για να ενεργήσει ανάλογα· (πρβ. γνωστοποιώ, ενημερώνω): Aν χρειαστείς βοήθεια, ειδοποίησέ με και θα έρθω αμέσως. Σας ειδοποιούμε ότι η προθεσμία λήγει σε δέκα μέρες. Οι περίοικοι ειδοποίησαν την πυροσβεστική υπηρεσία. || Θα ερχόμουν οπωσδήποτε, αν είχα ειδοποιηθεί εγκαίρως για την άφιξή σας. || (οικ., ειρ.): Ειδοποίησέ με…, όταν είναι κάποιος βέβαιος εκ των προτέρων ότι δε θα πραγματοποιηθεί κτ.: Ειδοποίησέ με, αν νομίζεις ότι αύριο θα είναι έτοιμα τα δικαιολογητικά για την υπόθεσή σου.

[λόγ. < ελνστ. εἰδοποιῶ `δίνω μορφή, περιγράφω΄ από σφαλερή ταύτιση των αρχ. λ. εrδος - εἴδησις σημδ. γαλλ. notifier]

είδος το [íδos] Ο46 : I1.(λογ.) κάθε έννοια που περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στο πλάτος μιας άλλης ευρύτερης έννοιας την οποία χαρακτηρίζουμε ως γένος: H έννοια “δέντρο” είναι ~ ως προς την έννοια “φυτό” αλλά γένος ως προς την έννοια “οπωροφόρο δέντρο”. || (σε λογιότερη σύνταξη με γενική ή, σε δημοτικότερη, με ονομαστική): Tο παραλληλόγραμμο είναι ~ τετράπλευρου ή είναι ~ τετράπλευρο. || ~ μουσικής. Tα δύο είδη του γραπτού λόγου, ο πεζός και ο έμμετρος. 2. (ζωολ., βοτ.) η βασική (κατώτερη) μονάδα της συστηματικής ταξινόμησης των οργανισμών, η οποία περιλαμβάνει ένα σύνολο οργανισμών που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα και που, όταν διασταυρωθούν, δίνουν γόνιμους απογόνους: Σπάνιο ~ ζώου. Είδη υπό εξαφάνιση, για ζώα ή για φυτά που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν κυρίως λόγω ανθρώπινης επέμβασης. 3α. (φιλοσ.) η μορφή με την οποία εμφανίζεται και γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις μας κάθε ύλη. β. η μορφή με την οποία παρουσιάζεται, γίνεται κτλ. οτιδήποτε: Kάθε είδους βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη. || (απαρχ.) ΦΡ εν είδει, με τη μορφή: H εμφάνιση του Aγίου Πνεύματος εν είδει περιστεράς. γ. ποιότητα υλική ή ηθική· (πρβ. σόι): Tι είδους ύφασμα είναι αυτό; Tι είδους άνθρωπος είναι; Tι είδους φίλος είσαι; Tι είδους συμπεριφορά είναι αυτή; Tι είδους καμώματα είναι αυτά; II. (συνήθ. πληθ.) σύνολο ποικίλων πραγμάτων με κοινό χαρακτηριστικό την ίδια χρήση, τον ίδιο προορισμό, την ίδια προέλευση κτλ.: Στρατιωτικά / αθλητικά είδη. Είδη οικιακής χρήσης. Είδη εξοχής. Hλεκτρικά είδη. Είδη υγιεινής. Είδη ιματισμού / προικός. Οπτικά είδη. Οικοδομικά είδη. Ψιλικά είδη. Δερμάτινα είδη. Είδη κιγκαλερίας. Bιομηχανικά είδη. ~ πρώτης ανάγκης*. Είδη πολυτελείας. || (έκφρ.) (πληρώνω) σε ~, όχι με χρήματα, αλλά με προσφορά πράγματος ή υπηρεσίας.

[λόγ.: Ι1, 3α: αρχ. εrδος· Ι2: σημδ. αγγλ. species (πληθ.)· Ι3β-γ: σημδ. γαλλ. espèce· ΙΙ: ελνστ. σημ. & σημδ. γαλλ. espèce]

ειδυλλιακός -ή -ό [iδiliakós] Ε1 : 1.(φιλολ.) που ανήκει ή αναφέρεται στο (αρχαίο κυρίως) ειδύλλιο: Ειδυλλιακή ποίηση· (πρβ. βουκολικός). Ειδυλλιακή περιγραφή / ατμόσφαιρα. 2. που μοιάζει με όσα παρουσιάζονται, περιγράφονται στα ειδύλλια. α. που έχει την ήρεμη ομορφιά της φύσης που περιγράφεται στα ειδύλλια: ~ τόπος. Ειδυλλιακό τοπίο. Ειδυλλιακό περιβάλλον. β. που έχει την απλότητα, την αφέλεια και την ξεγνοιασιά της ζωής στην ύπαιθρο: Ειδυλλιακή ζωή, εξαιρετικά ευτυχής. Ειδυλλιακές σχέσεις, σχέσεις ειλικρινούς και άδολης φιλίας και αγάπης. ειδυλλιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ειδύλλι(ον) -ακός]

ειδύλλιο το [iδílio] Ο40 : I.(φιλολογικός όρος που λέγεται μάλλον ως γενικός χαρακτηρισμός λογοτεχνικού έργου, παρά για να δηλωθεί ένα αυστηρά καθορισμένο φιλολογικό είδος). α. στην αρχαία ελληνική (και ρωμαϊκή) γραμματολογία, για μικρά σε έκταση και προορισμένα να τραγουδηθούν ποιήματα, στα οποία κυριαρχούν περιγραφικές εικόνες και απλά, τρυφερά και αυθόρμητα συναισθήματα, και τα οποία συνήθ. έχουν υπόθεση ερωτική ή αναφέρονται στην αγροτική ή ποιμενική ζωή και γι΄ αυτό εντάσσονται στη βουκολική ποίηση: Aπό τα ειδύλλια του Θεοκρίτου λίγα μόνο έχουν υπόθεση ποιμενική. Bουκολικό ~. β. στους νεότερους χρόνους, κυρίως στο 19ο αι., για ποίημα ή άλλο λογοτεχνικό έργο, με περιεχόμενο και χαρακτήρα γενικώς ανάλογο προς το αρχαίο ειδύλλιο: Δραματικό ~. IIα. για ερωτική σχέση τρυφερή και αγνή: Nεανικό / ρομαντικό ~. Tο ~ πλέχτηκε στις διακοπές. Tο ειδύλλιό τους κατέληξε σε γάμο. Είχε / έζησε ένα μικρό ~. β. (συνήθ. ειρ.) για παροδική και βραχύχρονη σχέση φιλίας, συνεργασίας κτλ. μεταξύ ατόμων ή ομάδων που κανονικά είναι αντίπαλοι: Tο ~ της αντιπολίτευσης με την κυβέρνηση δεν ήταν παρά προϊόν ύποπτης συναλλαγής.

[λόγ.: Ια: ελνστ. εἰδύλλιον `μικρό βουκολικό ποίημα΄· Ιβ, ΙΙ: σημδ. γαλλ. idylle (στις νέες σημ.) < λατ. idyllium < ελνστ. εἰδύλιον]

< Προηγούμενο   1... 5 6 [7] 8 9 ...23   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες