Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 229 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μειδίαμα το [miδíama] Ο49 : ελαφρό και ανεπαίσθητο χαμόγελο: Ειρωνι κό ~. Aρχαϊκό ~, που χαρακτηρίζει τους κούρους και τις κόρες.
[λόγ. < ελνστ. μειδίαμα]
- μειδιώ [miδió] Ρ10.4α : (λόγ.) χαμογελώ ελαφρά και ανεπαίσθητα: Mειδίασε με έναν τρόπο που έδειχνε ειρωνεία.
[λόγ. < αρχ. μειδιῶ]
- μεταλλοειδή τα [metaloiδí] Ο (βλ. Ε10) : (χημ.) χημικά στοιχεία, τα οποία με βάση τις ιδιότητές τους κατατάσσονται ανάμεσα στα μέταλλα και στα αμέταλλα.
[λόγ. < γαλλ. métalloïde < ελνστ. μέταλλ(ον) -ο- + -ide = -ειδή, ουδ. πληθ. του -ειδής]
- μηνοειδής -ής -ές [minoiδís] Ε10 : που μοιάζει με μηνίσκο: Mηνοειδές σχήμα.
[λόγ. < αρχ. μηνοειδής]
- μονοξείδιο το [monoksíδio] Ο40 : (χημ.) οξείδιο του οποίου το μόριο έχει ένα μόνο άτομο οξυγόνου.
[λόγ. < διεθ. mon(o)- = μον(ο)- + oxide = οξείδιον]
- νεγροειδής -ής -ές [neγroiδís] Ε10 : που έχει τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά των νέγρων: ~ φυλή, που ζει στην Aφρική.
[λόγ. < γαλλ. négroide < négro- = νέγρο(ς) + -ide = -ειδής]
- νεφελοειδής -ής -ές [nefeloiδís] Ε10 : 1.(λόγ.) που μοιάζει με σύννεφο. 2. (αστρον.) νεφελοειδείς (αστέρες), νεφελώματα.
[λόγ.: 1: ελνστ. νεφελοειδής· 2: σημδ. γαλλ. nébuleuse]
- νεφροειδής -ής -ές [nefroiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα του νεφρού.
[λόγ. < αρχ. νεφροειδής]
- νηματοειδής -ής -ές [nimatoiδís] Ε10 : (λόγ.) που μοιάζει με νήμα· νημάτινος1.
[λόγ. νηματ- (νήμα) -ο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. filiforme]
- ξεΐδρωμα το [kseíδroma] Ο49 : η διαδικασία του ξεϊδρώνω.
[ξεϊδρώ(νω) -μα]



