Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 62 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενδυναμώνω [enδinamóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) α. δυναμώνω, ενισχύω κτ. β. (μτφ.) ενισχύω κπ. ψυχικά, τον ενθαρρύνω.
[λόγ. < ελνστ. ἐνδυναμ(ῶ) -ώνω]
- ενδυνάμωση η [enδinámosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ενδυναμώνω. α. το να αποκτά κτ. ή κάποιος περισσότερη ισχύ, δύναμη· ενίσχυση, ισχυροποίηση. β. (μτφ.) ενθάρρυνση.
[λόγ. < ελνστ. ἐνδυνάμω(σις) -ση]
- ηλεκτροδυναμική η [ilektroδinamikí] Ο29 : κλάδος της φυσικής που μελετά τα φαινόμενα του δυναμικού ηλεκτρισμού, τη δράση δηλαδή των ηλεκτρικών ρευμάτων.
[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + dynamic = δυναμική]
- ηλεκτροδυναμικός -ή -ό [ilektroδinamikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροδυναμική: Hλεκτροδυναμικά φαινόμενα.
[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + dynamic = δυναμ(ική) -ικός]
- ηλεκτροδυναμόμετρο το [ilektroδinamómetro] Ο40 : ειδικό όργανο για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος.
[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + dynamometre = δυναμόμετρον]
- θερμοδυναμική η [θermoδinamikí] Ο29 : (φυσ.) κλάδος της φυσικής που εξετάζει τη μετατροπή της θερμότητας σε οποιαδήποτε άλλη μορφή ενέργειας ή αντίστροφα τη μετατροπή οποιασδήποτε άλλης μορφής ενέργειας σε θερμότητα: Οι αρχές της θερμοδυναμικής εφαρμόζονται στα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια.
[λόγ. < γαλλ. thermodynamique < thermo- = θερμο- + dyna mique = δυναμική]
- θερμοδυναμικός -ή -ό [θermoδinamikós] Ε1 : που αναφέρεται στη θερμοδυναμική: Θερμοδυναμικό αξίωμα / σύστημα.
[λόγ. < διεθ. thermo- = θερμο- + dynamic = δυναμικός]
- ιπποδύναμη η [ipoδínami] Ο33 : η ισχύς μιας μηχανής σε ίππους: H ~ μιας μηχανής / ενός αυτοκινήτου.
[λόγ. ιππο-II + δύναμ(ις) -η μτφρδ. αγγλ. horsepower]
- ισοδυναμία η [isoδinamía] Ο25 : η ιδιότητα του ισοδύναμου προς άλλον ή η σχέση μεταξύ ισοδυνάμων.
[λόγ. < ελνστ. ἰσοδυναμία]
- ισοδύναμος -η -ο [isoδínamos] Ε5 : που, ανεξάρτητα από τις όποιες άλλες διαφορές, έχει ίση δύναμη, ισχύ, αξία, κτλ. με άλλον: Iσοδύναμοι αντίπαλοι / παίχτες, ισάξιοι. Iσοδύναμα ποσά. Οι εκλογές ανέδειξαν τα δύο μεγάλα κόμματα σχεδόν ισοδύναμα. || που έχει την ίδια έννοια με άλλον· (πρβ. συνώνυμος, ταυτόσημος): Οι λέξεις που εκφράζουν συγκινήσεις δεν έχουν σε όλες τις γλώσσες το ίδιο ακριβώς νόημα, όσο και αν στα λεξικά παρουσιάζονται ως ισοδύναμες.
[λόγ. < ελνστ. ἰσοδύναμος]



