Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 62 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυναμο- [δinamo] & δυναμό- [δinamó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. δύναμη ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα ονόματα εργαλείων ή συσκευών: ~γράφος, ~δείκτης, δυναμόμετρο, δυναμόκλειδο, ~πολύγωνο, ~σκόπιο. 2. σε σύνθετα επίθετα: ~γόνος, ~ηλεκτρικός.
[λόγ. < γαλλ. dynamo- < αρχ. δύναμ(ις) -ο- ως α' συνθ.: δυναμό-μετρον < γαλλ. dynamomètre]
- δυναμογόνος -ος / -α -ο [δinamoγónos] Ε14 : που παράγει δύναμη.
[λόγ. < γαλλ. dynamogène < dynamo- = δυνα μο- + -gène = -γόνος]
- δυναμογράφος ο [δinamoγráfos] Ο18 : όργανο που καταγράφει την παραγόμενη δύναμη.
[λόγ. < γαλλ. dynamographe < dynamo- = δυνα μο- + -graphe = -γράφος]
- δυναμοηλεκτρικός -ή -ό [δinamoilektrikós] Ε1 : που αναφέρεται στο δυναμικό ηλεκτρισμό: Δυναμοηλεκτρική μηχανή, δυναμό, δυναμομηχανή.
[λόγ. < γαλλ. dynamo-électrique < dynamo- = δυνα μο- + électrique = ηλεκτρικός]
- δυναμοκρατία η [δinamokratía] Ο25 : (φιλοσ.) θεωρία που δέχεται ότι η ουσία της ύλης είναι μια μορφή πρωταρχικής δύναμης και ενέργειας· δυναμισμός.
[λόγ. δυναμο- + -κρατία απόδ. γαλλ. dynamisme (dynam(o)- = δυναμ(ο)-, -isme = -ισμός)]
- δυναμόμετρο το [δinamómetro] Ο40 : γενική ονομασία συσκευών που μετρούν την ένταση δυνάμεων.
[λόγ. < γαλλ. dynamomètre < dynamo- = δυνα μο- + -mètre = -μετρον]
- δυναμομηχανή η [δinamomixaní] Ο29 : μηχανή που παράγει συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα· δυναμό, δυναμοηλεκτρική μηχανή.
[λόγ. δυναμο- + μηχανή μτφρδ. γαλλ. dynamomachine (dynamo- = δυναμο-)]
- δυνάμωμα το [δinámoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δυναμώνω. 1α. ενίσχυση των σωματικών δυνάμεων. ANT αδυνάτισμα: Tο ~ του οργανισμού. β. αύξηση της έντασης: Tο ~ της φωνής. || Tο ~ της θέλησης / του αγώνα. 2. βελτίωση της σχολικής απόδοσης: Οι μαθητές θέλουν ~ στα μαθηματικά.
[δυναμώ(νω) -μα]
- δυναμώνω [δinamóno] Ρ1α μππ. δυναμωμένος : 1. ANT αδυνατίζω. α. κάνω κπ. πιο δυνατό, του ενισχύω τις σωματικές δυνάμεις: H άσκηση δυναμώνει το σώμα / τους μυς. || γίνομαι πιο δυνατός, αποκτώ περισσότερες σωματικές δυνάμεις: Tρώει καλά για να δυναμώσει. Γύρισε από τον παραθερισμό δυναμωμένος. || Δυνάμωσαν τα μαλλιά του, έγιναν πιο πυκνά. β. για κτ. που συντελεί στην καλύτερη ανάπτυξη ενός φυτικού οργανισμού: Tα λιπάσματα δυναμώνουν τις ρίζες. || για κτ. που αναπτύσσεται καλύτερα και ταχύτερα: Δυνάμωσαν οι ρίζες / τα κλαδιά. 2. δίνω σε κτ. μεγαλύτερη ένταση. ANT χαμηλώνω: ~ το ραδιόφωνο / τη φωνή μου, την ένταση του ήχου. ~ τη φωτιά. || για κτ. που αποκτά μεγαλύτερη ένταση. ANT μειώνομαι: Δυνάμωσε ο θόρυβος / ο αέρας / η βροχή. Δυνάμωσε το φως. ANT χαμήλωσε. 3. βελτιώνω την απόδοση κάποιου, κυρίως μαθητή, τον κάνω πιο δυνατό: Πρέπει να δυναμώσουμε το παιδί στην έκθεση. || βελτιώνεται η απόδοσή μου, γίνομαι πιο δυνατός: Kάνει φροντιστήριο για να δυναμώσει στα ελληνικά.
[μσν. δυναμώνω < ελνστ. δυναμ(ῶ) -ώνω]
- δυναμωτικός -ή -ό [δinamotikós] Ε1 : για τροφή ή για φάρμακο που ενισχύει, δυναμώνει τον οργανισμό· τονωτικός: Ο ζωμός του βοδινού είναι πολύ ~. || (ως ουσ.) το δυναμωτικό, δυναμωτικό φάρμακο: Παίρνει δυναμωτικά, γιατί είναι πολύ εξασθενημένος.
[ελνστ. δυναμωτικός]



