Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 77 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυναμοκρατία η [δinamokratía] Ο25 : (φιλοσ.) θεωρία που δέχεται ότι η ουσία της ύλης είναι μια μορφή πρωταρχικής δύναμης και ενέργειας· δυναμισμός.
[λόγ. δυναμο- + -κρατία απόδ. γαλλ. dynamisme (dynam(o)- = δυναμ(ο)-, -isme = -ισμός)]
- δυναμόμετρο το [δinamómetro] Ο40 : γενική ονομασία συσκευών που μετρούν την ένταση δυνάμεων.
[λόγ. < γαλλ. dynamomètre < dynamo- = δυνα μο- + -mètre = -μετρον]
- δυναμομηχανή η [δinamomixaní] Ο29 : μηχανή που παράγει συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα· δυναμό, δυναμοηλεκτρική μηχανή.
[λόγ. δυναμο- + μηχανή μτφρδ. γαλλ. dynamomachine (dynamo- = δυναμο-)]
- δυνάμωμα το [δinámoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δυναμώνω. 1α. ενίσχυση των σωματικών δυνάμεων. ANT αδυνάτισμα: Tο ~ του οργανισμού. β. αύξηση της έντασης: Tο ~ της φωνής. || Tο ~ της θέλησης / του αγώνα. 2. βελτίωση της σχολικής απόδοσης: Οι μαθητές θέλουν ~ στα μαθηματικά.
[δυναμώ(νω) -μα]
- δυναμώνω [δinamóno] Ρ1α μππ. δυναμωμένος : 1. ANT αδυνατίζω. α. κάνω κπ. πιο δυνατό, του ενισχύω τις σωματικές δυνάμεις: H άσκηση δυναμώνει το σώμα / τους μυς. || γίνομαι πιο δυνατός, αποκτώ περισσότερες σωματικές δυνάμεις: Tρώει καλά για να δυναμώσει. Γύρισε από τον παραθερισμό δυναμωμένος. || Δυνάμωσαν τα μαλλιά του, έγιναν πιο πυκνά. β. για κτ. που συντελεί στην καλύτερη ανάπτυξη ενός φυτικού οργανισμού: Tα λιπάσματα δυναμώνουν τις ρίζες. || για κτ. που αναπτύσσεται καλύτερα και ταχύτερα: Δυνάμωσαν οι ρίζες / τα κλαδιά. 2. δίνω σε κτ. μεγαλύτερη ένταση. ANT χαμηλώνω: ~ το ραδιόφωνο / τη φωνή μου, την ένταση του ήχου. ~ τη φωτιά. || για κτ. που αποκτά μεγαλύτερη ένταση. ANT μειώνομαι: Δυνάμωσε ο θόρυβος / ο αέρας / η βροχή. Δυνάμωσε το φως. ANT χαμήλωσε. 3. βελτιώνω την απόδοση κάποιου, κυρίως μαθητή, τον κάνω πιο δυνατό: Πρέπει να δυναμώσουμε το παιδί στην έκθεση. || βελτιώνεται η απόδοσή μου, γίνομαι πιο δυνατός: Kάνει φροντιστήριο για να δυναμώσει στα ελληνικά.
[μσν. δυναμώνω < ελνστ. δυναμ(ῶ) -ώνω]
- δυναμωτικός -ή -ό [δinamotikós] Ε1 : για τροφή ή για φάρμακο που ενισχύει, δυναμώνει τον οργανισμό· τονωτικός: Ο ζωμός του βοδινού είναι πολύ ~. || (ως ουσ.) το δυναμωτικό, δυναμωτικό φάρμακο: Παίρνει δυναμωτικά, γιατί είναι πολύ εξασθενημένος.
[ελνστ. δυναμωτικός]
- δυναστεία η [δinastía] Ο25 : 1. η διαδοχική σειρά κληρονομικών αρχόντων που ανήκουν στην ίδια οικογένεια: H ~ των Aψβούργων. Iδρυτής της ελληνικής βασιλικής δυναστείας ήταν ο Γεώργιος A'. 2. για πολυμελή συνήθ. οικογένεια, τα μέλη της οποίας διακρίνονται στον πολιτικό ή οικονομικό τομέα, για δύο τουλάχιστον γενιές: H ~ των Kένεντι.
[λόγ. < γαλλ. dynastie (στη νέα σημ.) < αρχ. δυναστεία `κυριαρχία΄]
- δυναστεύω [δinastévo] -ομαι Ρ5.1 : καταδυναστεύω.
[λόγ. < αρχ. δυναστεύω `κατέχω εξουσία΄ κατά τη σημ. του ρ. καταδυναστεύω]
- δυνάστης ο [δinástis] Ο10 : 1. για απόλυτο κυρίως άρχοντα που είναι καταπιεστικός και τυραννικός. 2. για άτομο που επιβάλλει με τυραννικό τρόπο τις θελήσεις του στο οικογενειακό ή στο εργασιακό περιβάλλον του: Πατέρας ~. || (επέκτ.) για κτ. που ασκεί σε κπ. καταπιεστική επιρροή: H μόδα έχει γίνει ο ~ της γυναίκας.
[λόγ. < αρχ. δυνάστης `κυρίαρχος΄ κατά τη σημ. του ρ. καταδυναστεύω]
- δυναστικός -ή -ό [δinastikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δυναστεία ή με το δυνάστη: Δυναστικοί πόλεμοι.
[λόγ. < γαλλ. dynastique (στη νέα σημ.) < αρχ. δυναστικός `χαρακτηριστικός του δυνάστη, αυθαίρετος΄]



