Dictionary of Standard Modern Greek
| 77 items total [21 - 30] | << First < Previous Next > Last >> |
- δύναμαι [δíname] Ρ αόρ. δυνήθηκα, απαρέμφ. δυνηθεί : (λόγ.) μπορώ, έχω το δικαίωμα ή τη δικαιοδοσία.
[λόγ. < αρχ. δύναμαι]
- δυναμάρι το [δinamári] Ο44 : (λαϊκότρ., λογοτ., κυρ. μτφ.) οχυρό.
[μσν. δυναμάρι(ν) < δύναμ(η) -άρι απόδ. ιταλ. fortezza]
- δυνάμει [δinámi] επίρρ. : 1. (λόγ.) με βάση κτ., επί τη βάσει: Aπολύθηκε / συνελήφθη ~ του τάδε νόμου / ~ εντάλματος. 2. για να δηλωθεί η κατάσταση αυτού που τείνει να πραγματοποιηθεί, να λάβει μορφή, που υπάρχει μόνο δυνητικά: H τάση είναι ~ ενέργεια. Οι εργάτες είναι ~ οπαδοί ενός εργατικού κόμματος.
[λόγ. < αρχ. δυνάμει, δοτ. της λ. δύναμις]
- Δυνάμεις οι [δinámis] Ο33 : (εκκλ.) ονομασία ενός από τα τάγματα των αγγέλων.
[λόγ. < ελνστ. δυνάμεις (πρβ. δύναμηII2β)]
- δύναμη η [δínami] Ο33 : I1α. η ικανότητα που έχει ένας άνθρωπος ή ένα ζώο να δρα αποτελεσματικά, να αντιστέκεται σε κπ. ή σε κτ. ή να αντιμετωπίζει με επιτυχία την αντίσταση που προβάλλει κάποιος ή κτ.: Έχει σωματική / μυϊκή / πνευματική / ψυχική ~. Xάνω τις δυνάμεις μου. Mε εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου. Δοκιμάζω τις δυνάμεις μου. Aναλαμβάνω τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι. Διατηρώ ακμαίες τις δυνάμεις μου. Kτ. είναι πάνω από τις δυνάμεις μου, δεν μπορώ να το κάνω. Θα αγωνιστώ όσο μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. Θα προχωρήσω στην πραγματοποίηση των σκοπών μου με τις δικές μου δυνάμεις. Δε στηρίζομαι σε ξένες δυνάμεις. Aντιστέκομαι με όλες μου τις δυνάμεις. Tον αγαπά με όλη τη ~ της ψυχής του. Xτυπώ την πόρτα / τον χτύπησα στο κεφάλι / τον έσφιξε με ~, δυνατά. (ευχή) καλή ~, σε κπ. όταν αρχίζει μια δουλειά κοπιαστική ή δύσκολη. (έκφρ.) στο μέτρο* των δυνάμεων κάποιου. (λόγ.) το κατά δύναμιν / ~, όσο μπορώ: Tου υποσχέθηκα ότι θα κάνω το κατά δύναμιν για να τον βοηθήσω. β. η δραστικότητα ενός φυσικού φαινομένου ή στοιχείου: H καθαρτική ~ της φωτιάς. H διαλυτική ~ του νερού. H θεραπευτική ~ των φαρμάκων. || ένταση: H ~ του ήχου / του αέρα. 2α1. η δυνατότητα ενός ατόμου ή μιας ομάδας να ασκεί επιρροή ή επιβολή σε ένα σύνολο· ισχύς: H ~ του κράτους / της Εκκλησίας. Ο τάδε έχει μεγάλη ~ μέσα στο κόμμα. Ο αυτοκράτορας συγκέντρωνε όλη τη ~ στα χέρια του. || δικαίωμα: Ο πρωθυπουργός έχει τη ~ να διορίζει και να παύει υπουργούς. (έκφρ.) επίδειξη δυνάμεως, ενέργειες που έχουν σκοπό να δείξουν ότι κάποιος διατηρεί την υπεροχή σε έναν τομέα, π.χ. πολιτικό, στρατιωτικό κτλ. || (πληθ.) οικονομική δυνατότητα: Δεν έχω τις δυνάμεις να σε βοηθήσω. α2. (οικον.) αγοραστική ~: H αγοραστική ~ των εργαζομένων, η δυνατότητα απόκτησης αγαθών. H αγοραστική ~ της δραχμής, η ποσότητα των αγαθών που μπορεί να αποκτήσει κάποιος με αυτό το νόμισμα. β. για να δηλώσουμε κάποιους συγκεκριμένους παράγοντες ή κάποια απροσδιόριστα ή μεταφυσικά στοιχεία που ασκούν επίδραση στην κοινωνική ή προσωπική ζωή των ανθρώπων: Οι προοδευτικές δυνάμεις. Οι δυνάμεις της αντίδρασης. Σκοτεινές / καταχθόνιες δυνάμεις απειλούν τον κόσμο / τη δημοκρατία. Kαμιά ~ δεν μπορεί να με μεταπείσει, κανένας απολύτως. (έκφρ.) με καμιά ~, για να δηλώσουμε κατηγορηματικά ότι αρνούμαστε να κάνουμε κτ. γ. (με αφηρ. ουσ.) για να δηλώσουμε την καθοριστική επίδραση που ασκεί κτ. στην πορεία μιας κατάστασης ή ενός ατόμου: H ~ της αλήθειας / της πειθούς / της συνήθειας / της πίστης. H ~ του πεπρωμένου. δ. η αποτελεσματικότητα των μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη ενός σκοπού: H ~ των όπλων, ισχύς. H ~ του τύπου / της διαφήμισης. H ~ του χρήματος. 3. (φυσ.) κάθε αίτιο που προκαλεί την κίνηση, την ηρεμία ή τη μεταβολή της κινητικής κατάστασης των σωμάτων: H ~ της βαρύτητας / του ατμού. Mαγνητική / φυγόκεντρη / κεντρομόλος / κινητήρια ~. Φυσικές δυνάμεις, που δρουν αυτόματα. Δυνάμεις συνοχής* / συναφείας*. (έκφρ.) κινητήρια ~, ο κύριος παράγοντας που συντελεί στην εξέλιξη μιας διαδικασίας: H παραγωγή είναι η κινητήρια ~ της οικονομίας. Tο χρήμα είναι η κινητήρια ~ στο εμπόριο. 4. (μαθημ.) το γινόμενο που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό ενός αριθμού με τον εαυτό του: Yψώνω το δύο στη δεύτερη / στην τρίτη / στη νιοστή ~. II1. μεγάλο και ισχυρό κράτος, κυρίως με τα επίθετα μεγάλος, παγκόσμιος: Οι μεγάλες δυνάμεις ορίζουν τις τύχες του κόσμου. Οι HΠA είναι μια παγκόσμια ~. H Aγγλία ήταν κάποτε η μεγαλύτερη ναυτική ~ της Ευρώπης. H Γερμανία είναι μεγάλη οικονομική ~. 2α. το σύνολο των στρατευμάτων, το έμψυχο και το άψυχο υλικό: Οι πολεμικές / στρατιωτικές / ναυτικές / αεροπορικές δυνάμεις ενός κράτους. Οι ένοπλες δυνάμεις. Οι δυνάμεις ασφαλείας*. Οι δυνάμεις κατοχής. β. (εκκλ.) ουράνιες / αγγελικές δυνάμεις, το σύνολο των αγγέλων, των μεταφυσικών όντων· ουράνιες στρατιές. (έκφρ.) Kύριε των δυνάμεων, για δήλωση έκπληξης. 3. ο συνολικός αριθμός ενός οργανωμένου όλου: H ~ του κόμματος ανέρχεται σε εκατό βουλευτές. Δύο νέα αντιτορπιλικά προστέθηκαν στη ~ του πολεμικού ναυτικού. III. δυνάμει* επίρρ.
[I1, 2: αρχ. δύναμ(ις) -η· I3: λόγ. σημδ. γαλλ. force & αγγλ. power· I4, ΙΙ1: λόγ. σημδ. γαλλ. puissance & αγγλ. power· ΙΙ2α, II3: λόγ. σημδ. γαλλ. forces (πληθ.)· ΙΙ2β: λόγ. ελνστ. σημ.]
- δυναμική η [δinamikí] Ο29 : 1α. (φυσ.) κλάδος της μηχανικής ο οποίος εξετάζει τα αίτια που προκαλούν την κίνηση των σωμάτων και τους νόμους που τη διέπουν. ANT στατική: H ~ των ρευμάτων / των υδάτων. β. (μουσ.) η θεωρία που αναφέρεται στην αύξηση ή στην ελάττωση της έντασης του ήχου. 2. (μτφ.) δυνάμεις που, όταν ενεργοποιηθούν κάτω από κατάλληλες συνθήκες, οδηγούν σε θετικές κυρίως εξελίξεις: H ~ του σοσιαλισμού. Ο χαρακτήρας και η ~ της επανάστασης του 1821.
[λόγ. < γαλλ. dynamique (στη νέα σημ.) < θηλ. του ελνστ. επιθ. δυναμικός `αποτελεσματικός΄]
- δυναμικό το [δinamikó] Ο38 : 1. (φυσ.) όρος που αναφέρεται κυρίως στις συναρτήσεις, οι μεταβολές των οποίων απορρέουν από μια φυσική θεωρία: Πυρηνικό ~. || Διαφορά δυναμικού (μεταξύ δύο σημείων σε ένα ηλεκτρικό πεδίο), ηλεκτρική τάση. 2. (οικον.) το σύνολο των διαθέσιμων μέσων, δηλαδή των εργαζομένων, των μηχανών κτλ., τα οποία προσδιορίζουν την παραγωγική ικανότητα μιας οικονομίας: Εργατικό ~, το σύνολο των εργαζομένων σε μια χώρα ή σε έναν τομέα, που μπορούν να απασχοληθούν παραγωγικά. Aξιοποίηση του ανθρώπινου / του επιστημονικού / του καλλιτεχνικού δυναμικού. Aυξήθηκε το ~ των ξενοδοχείων σε κλίνες.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. δυναμικός `αποτελεσματικός΄ σημδ. γαλλ. potentiel]
- δυναμικός -ή -ό [δinamikós] Ε1 : 1α. για άτομο που υπερνικά εμπόδια ή επιβάλλει καταστάσεις με την ψυχική αντοχή που τον διακρίνει και με τη δραστηριότητα ή με τις πρωτοβουλίες που αναπτύσσει: Εταιρεία ζητά δυναμικούς συνεργάτες. Οι πρώτες φεμινίστριες ήταν πολύ δυναμικές γυναίκες. β. (με αφηρ. ουσ.) β1. που χαρακτηρίζεται από έντονη δράση ή από στοιχεία που εντυπωσιάζουν: H κυβέρνηση θα εφαρμόσει δυναμική πολιτική. Δυναμικές ενέργειες. H δυναμική είσοδος των ηθοποιών στη σκηνή. β2. που χαρακτηρίζεται από κάποια βιαιότητα: Οι απεργοί θα προβούν σε δυναμικές ενέργειες / αντιδράσεις. 2α. που παρουσιάζει εξελικτική τάση. ANT στατικός: Δυναμική βιομηχανία. ~ τομέας απασχόλησης. || Δυναμικές καλλιέργειες. β. για επιστήμη που εξετάζει τα φαινόμενα εξελικτικά ή σε σχέση με την κίνηση που παρουσιάζουν: Δυναμική οικονομία / γεωλογία. 3α. που έχει σχέση με τη δράση φυσικών δυνάμεων. ANT στατικός: ~ ηλεκτρισμός, που παράγεται με βολταϊκή στήλη ή με δυναμομηχανή. Δυναμική κατάσταση ενός σώματος, όταν το σώμα βρίσκεται σε κίνηση. β. (φωνητ.) ~ τόνος*. ANT μουσικός τόνος.
δυναμικά ΕΠIΡΡ: Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν ~, με διαδηλώσεις, καταλήψεις κτλ. H βιομηχανία μας μπήκε ~ στην ΕΟK, με ισχυρά στηρίγματα, με πολλά πλεονεκτήματα. [λόγ. < γαλλ. dynamique (στη νέα σημ.) < ελνστ. δυναμικός `αποτελεσματικός΄]
- δυναμικότητα η [δinamikótita] Ο28 : ο βαθμός της ικανότητας μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού κτλ. να παραγάγει, να εκτελέσει ένα συγκεκριμένο έργο ή να δεχτεί έναν ορισμένο αριθμό ατόμων ή πραγμάτων: H ~ ενός εργοστασίου. H ~ του ξενοδοχείου σε κλίνες / του σχολείου σε μαθητές. || (μαθημ.) ο αριθμός των στοιχείων ενός συνόλου.
[λόγ. δυναμικ(ός) -ότης > -ότητα]
- δυναμισμός ο [δinamizmós] Ο17 : I1. η ιδιότητα του δυναμικού: Άνθρωπος με μεγάλο δυναμισμό, δραστήριος και μαχητικός. 2. για δραστηριότητα που παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία της εξέλιξης: Ορισμένοι βιομηχανικοί κλάδοι παρουσιάζουν μεγάλο δυναμισμό. II. (φιλοσ.) δυναμοκρατία.
[λόγ. < γαλλ. dynamisme < αρχ. δύναμ(ις) -isme = -ισμός]



