Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 67 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθοδοχείο το [anθoδoxío] Ο39 : δοχείο στο οποίο τοποθετούνται διακοσμητικά λουλούδια· βάζο: Στο ~ υπήρχαν φρεσκοκομμένα, ευωδιαστά λουλούδια.
[λόγ. ανθο- + δοχείον μτφρδ. γαλλ. vase / pot à fleurs]
- ανθοδόχη η [anθoδóxi] Ο30 : (βοτ.) το ανώτερο τμήμα του κάλυκα των φυτών, από όπου φυτρώνει το άνθος.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθοδόκος `που περιέχει άνθη΄ σημδ. γαλλ. réceptacle, κατά τις υπόλ. λ. σε -δόχος και μεταπλ. -ος > -η κατά τα άλλα θηλ. ουσ. για προσαρμ. στη δημοτ.]
- αποδοχές οι [apoδoxés] Ο29 : το σύνολο των χρημάτων που εισπράττει ένας εργαζόμενος ως αμοιβή σε κανονικά χρονικά διαστήματα: Kαθαρές / μηνιαίες / ετήσιες αποδοχές. Aύξηση / μείωση των αποδοχών. (έκφρ.) άνευ / μετ΄ αποδοχών, χωρίς ή με πληρωμή: Άδεια άνευ / μετ΄ αποδοχών.
[λόγ. πληθ. του αποδοχή σημδ. γαλλ. recouvrement `είσπραξη οφειλόμενου χρηματικού ποσού΄ (η λ. recouvrement μεταφράζει το αρχ. ἀποδοχή)]
- αποδοχή η [apoδoxí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδέχομαι: ~ της πρόσκλησης / του διορισμού. H ~ της κληρονομιάς / των όρων της συμμαχίας. Σιωπηρή ~. ~ άνευ όρων.
[λόγ. < ελνστ. ἀποδοχή, αρχ. σημ.: `πάρσιμο πίσω΄]
- βρεφοδόχος η [vrefoδóxos] Ο35 : ειδικό κιβώτιο, συνήθ. εντοιχισμένο, έξω από τα βρεφοκομεία, μέσα στο οποίο αφήνονταν κρυφά τα ανεπιθύμητα βρέφη από τους γονείς.
[λόγ. βρεφο- + -δόχος]
- γουδοχέρι το [γuδoxéri] Ο44 : κυλινδρικό εξάρτημα του γουδιού. ΦΡ το γουδί* το ~ (και τον κόπανο στο χέρι).
[γουδ(ί) -ο- + χέρι]
- δακρυοδόχος -ος -ο [δakrioδóxos] & δακρυδόχος -ος -ο [δakriδóxos] Ε14 : (ανατ.) ~ κύστη, όπου μαζεύονται τα δάκρυα.
[λόγ. δάκρυ (-ο-) + -δόχος μτφρδ. γαλλ. sac lacrymal]
- διαδοχή η [διαδοxí] Ο29 : 1. η ενέργεια του διαδέχομαι1: Ο κοινοβουλευτισμός εξασφαλίζει την ομαλή ~ των κομμάτων στην εξουσία. Aγώνας για τη ~ στην ηγεσία του κόμματος. || (ειδικότ.) μεταβίβαση του βασιλικού αξιώματος σύμφωνα με ορισμένους κανόνες: Kληρονομική ~. Πόλεμος για τη ~ του ισπανικού θρόνου. 2. σύνολο στοιχείων, φαινομένων, πραγμάτων κτλ. που το ένα ακολουθεί το άλλο έτσι ώστε να παρουσιάζουν μια ορισμένη τάξη ή σειρά (στο χρόνο ή στο χώρο): ~ παραστάσεων / εικόνων / εντυπώσεων / αριθμών. H ~ των όρων μιας φράσης. H ~ μέρας και νύχτας / των εποχών / των μηνών / των αιώνων.
[λόγ. < αρχ. διαδοχή & σημδ. γαλλ. succession]
- διαδοχικός -ή -ό [δiaδoxikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαδοχή ή στο διάδοχο: Διαδοχική βασιλεία. 2. (πληθ.) για γεγονότα, πράξεις κτλ. που ακολουθούν το ένα το άλλο, κατά μια τάξη, σειρά· (πρβ. αλλεπάλληλος): Διαδοχικές παραστάσεις / κληρώσεις / περιστροφές / κυβερνήσεις / δονήσεις.
διαδοχικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως δέχτηκε ~ τους αρχηγούς των κομμάτων. [λόγ. διαδοχ(ή) -ικός μτφρδ. γαλλ. successif (διαφ. το μσν. διαδοχικός `που ανήκει σε σχολή φιλοσοφική΄)]
- διαδοχικότητα η [δiaδoxikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διαδοχικού, η εναλλαγή στο χρόνο ή στο χώρο σύμφωνα με μια ορισμένη τάξη ή σειρά.
[λόγ. διαδοχικ(ός) -ότης > -ότητα]



