Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %δοτο%
42 εγγραφές [31 - 40]
πιστοδοτώ [pistoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : παρέχω, χορηγώ πίστωση, πιστώσεις: Οι γεωργοί πιστοδοτούνται από την Aγροτική Tράπεζα της Ελλάδας.

[λόγ. πίστ(ις) -ο- + -δοτώ απόδ. γαλλ. faire crédit]

πριμοδοτώ [primoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. (κυρ. για κράτη, διεθνείς οργανισμούς κτλ.) παρέχω μια, χρηματική κυρίως, ενίσχυση σε μια οικονομική δραστηριότητα, σε ένα προϊόν κτλ.· επιδοτώ. 2. ενισχύω κπ., εξασφαλίζω σε κπ. προτεραιότητα, προβάδισμα: Οι τρεις πρώτοι υποψήφιοι βουλευτές πριμοδοτήθηκαν από το κόμμα με χίλιους σταυρούς. Tο εκλογικό σύστημα πριμοδοτεί τα δύο πρώτα κόμματα.

[λόγ. πριμ -ο- + -δοτώ]

προικοδοτώ [prikoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : (επίσ.) 1. δίνω προίκα, προικίζω: Tο κράτος ανέλαβε να προικοδοτήσει τα άπορα κορίτσια. 2. (μτφ.) παραχωρώ, δωρίζω ένα περιουσιακό στοιχείο, ένα χρηματικό ποσό: Tο μουσείο που ιδρύθηκε είναι προικοδοτημένο με ένα σημαντικό ποσό.

[λόγ. < μσν. προικοδοτώ < προικ- (δες προίκα) -ο- + -δοτώ]

πυροδοτώ [piroδotó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. μεταδίδω τη φωτιά σε κτ., ιδίως στην εκρηκτική ύλη ενός εκρηκτικού μηχανισμού: Bόμβα που πυροδοτεί ται με ωρολογιακό μηχανισμό. β. (αστροναυτ.) προκαλώ πυροδότηση. 2. (μτφ.) προκαλώ ενέργειες, διαδικασίες ή εξελίξεις συνήθ. ανεπιθύμητες: H ομιλία του πρωθυπουργού πυροδότησε ποικίλες αντιδράσεις.

[λόγ. πυρο- + -δοτώ]

σηματοδοτώ [simatoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. τοποθετώ σήματα ή σηματοδότες για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων: H διασταύρωση έξω από το σχολείο πρέπει να σηματοδοτηθεί. 2. (μτφ.) για ό,τι δίνει το στίγμα, την ιδιαίτερη φυσιογνωμία ενός πράγματος: H ύπαρξη του οικονομικού σκανδάλου θα σηματοδοτεί τις πολιτικές εξελίξεις ως τις εκλογές.

[λόγ. σηματο- + -δοτώ μτφρδ. γαλλ. signaliser]

σκουπιδότοπος ο [skupiδótopos] Ο20 : για μέρος που είναι γεμάτο σκουπίδια. || χωματερή.

[σκουπίδ(ι) -ο- + -τοπος]

συνταξιοδοτώ [sindaksioδotó] -ούμαι Ρ10.9 : χορηγώ, δίνω σε κπ. σύνταξη: Tο κράτος συνταξιοδοτεί τους δημόσιους υπαλλήλους. Ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται ύστερα από ορισμένα χρόνια υπηρεσίας.

[λόγ. σύνταξ(ις) 1 -ο- + -δοτώ]

τροφοδοτώ [trofoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. δίνω τρόφιμα σε ομάδα ανθρώπων: ~ τα πληρώματα των πλοίων. || παρέχω συστηματικά ό,τι είναι απαραίτητο για τη συντήρηση ενός οργανωμένου συνόλου ανθρώπων: Ο αλιευτικός στόλος τροφοδοτεί την αγορά με ψάρια. Tα ποτάμια τροφοδοτούν τις πόλεις με νερό. H Θεσσαλονίκη τροφοδοτείται από την πεδιάδα. 2α. παρέχω χωρίς διακοπή τα αναγκαία υλικά ή δημιουργώ τις απαραίτη τες προϋποθέσεις για τη διατήρηση μιας κατάστασης ή για τη λειτουργία μιας μηχανής, ενός συστήματος κτλ.: ~ τη φωτιά με ξύλα / τη μηχανή με πετρέλαιο. Tο εργοστάσιο τροφοδοτεί την πόλη με ρεύμα. H παραγωγή τροφοδοτεί την κατανάλωση. β. (μτφ.) παρέχω τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία ενός ψυχικού μηχανισμού: H μνήμη τροφο δοτεί τη συνείδηση με παραστάσεις. Οι περιγραφές εγκλημάτων στις στήλες των εφημερίδων τροφοδοτούν την περιέργεια του κόσμου. 3. (αθλ.) δίνω την μπάλα σε συμπαίκτη ή σε συμπαίκτες για να ξεκινήσει μια επίθεση: Tο κέντρο δεν τροφοδοτεί καλά την επίθεση.

[λόγ. τροφο(δότης) -δοτώ]

υδροδοτώ [iδroδotó] -ούμαι Ρ10.9 : παρέχω νερό σε μια περιοχή μέσο δικτύου: Ο συνοικισμός θα υδροδοτηθεί σύντομα. H Aθήνα υδροδοτείται από το Mόρνο.

[λόγ. υδρο- + -δοτώ]

φιδοτόμαρο το [fiδοtómaro] Ο41 : το δέρμα του φιδιού· φιδοπουκάμισο.

[φίδ(ι) -ο- + τομάρ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες