Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 42 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεπίδοτος -η -ο [anepíδotos] Ε5 : (για έγγραφα, επιστολές, ταχυδρομικά δέματα κτλ.) που δεν τον παραδώσανε στον παραλήπτη του: Aνεπίδοτο τηλεγράφημα. Aνεπίδοτη δικογραφία.
[λόγ. αν- (δες α- 1) επιδο- (επιδίδω) -τος (διαφ. το ελνστ. ἀνεπίδοτος `που δεν αυξάνει΄)]
- αντίδοτο το [andíδoto] Ο42 : 1.κάθε φάρμακο ή άλλη ουσία που χρησιμοποιείται για την εξουδετέρωση της βλαπτικής ενέργειας ενός δηλητηρίου ή άλλου φαρμάκου: Ένα ~ για το δηλητήριο της οχιάς. Tα αντιβιοτικά είναι ~ στις μολύνσεις. 2. (μτφ.) καθετί που εξουδετερώνει μία δυσάρεστη κατάσταση: ~ στην κούραση είναι η ανάπαυση κι ο ύπνος.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίδοτον]
- απαράδοτος -η -ο [aparáδotos] Ε5 : που δεν τον έχουν παραδώσει στον παραλήπτη: Aπαράδοτο γράμμα. Aπαράδοτα εμπορεύματα.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαράδοτος `που δεν παραχωρήθηκε΄ κατά τη σημ. της λ. παραδίδω]
- αρκουδοτόμαρο το [arkuδotómaro] Ο41 : το τομάρι, το δέρμα της αρκούδας.
[αρκούδ(α) -ο- + τομάρ(ι) -ο]
- ασύδοτος -η -ο [asíδotos] Ε5 : που δεν υπόκειται σε κανένα νομικό ή ηθικό περιορισμό, που δε γνωρίζει κανένα φραγμό, που είναι αδίστακτος και ανεξέλεγκτος: ~ άνθρωπος. Aσύδοτη πράξη. Σε μια κοινωνική δημοκρατία το κεφάλαιο δεν είναι ασύδοτο.
ασύδοτα ΕΠIΡΡ. [μσν.(;) *ασύνδοτος `απαλλαγμένος από φόρο΄ (με αφομ. [nδ > δδ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [δδ > δ] ) < α- 1 ελνστ. συνδίδωμι `συνεισφέρω΄, αρχ. σημ.: `συνεργάζομαι΄ (σύγκρ. δίδω - δοτός)]
- αυτοχρηματοδοτούμαι [aftoxrimatoδotúme] Ρ10.9β : (οικον., για επιχείρηση, έργο, δραστηριότητα κτλ.) χρηματοδοτούμαι με κεφάλαιο που σχηματίζεται από τα κέρδη μου: Ο νέος συγκοινωνιακός οργανισμός θα έχει τη δυνατότητα να αυτοχρηματοδοτείται. Aυτοχρηματοδοτούμενο οικονομικό πρόγραμμα.
[λόγ. αυτοχρηματοδότ(ησις) -ούμαι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: χρηματοδότησις - χρηματοδοτούμαι]
- γιδοτόμαρο το [jiδotómaro] Ο41 : τομάρι γίδας.
[γιδο- + τομάρ(ι) -ο]
- δανειοδοτώ [δanioδotó] -ούμαι Ρ10.9 : (οικον.) χορηγώ δάνειο σε κπ.: Tο κράτος θα δανειοδοτήσει τους αγρότες.
[λόγ. δάνει(ον) -ο- + -δοτώ]
- δοτός -ή -ό [δotós] Ε1 : (λόγ., νομ.) που τον έχουν δώσει, που τον έχουν προσφέρει σε κπ. ή που τον έχουν καθορίσει ή διορίσει. || (μειωτ.) που τον έχει επιβάλει κάποια ανώτερη αρχή, χωρίς να τηρηθούν οι δημοκρατικές διαδικασίες της εκλογής: Δοτή εξουσία. ~ πρωθυπουργός και ως ουσ. ο δοτός.
[λόγ. < ελνστ. δοτός `παραχωρημένος΄]
- έκδοτος -η -ο [ékδotos] Ε5 : με αρνητική σημασία, που είναι παραδομένος στις ηδονές, στην ακολασία, στη διαφθορά κτλ.: Είναι ~ στις ακολασίες. (έκφρ.) βίος ~, έκλυτος, ακόλαστος, διεφθαρμένος.
[λόγ. < αρχ. ἔκδοτος `παραδομένος, προδομένος΄ σημδ. γαλλ. adonné]



