Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %δοξ%
55 εγγραφές [41 - 50]
πανένδοξος -η -ο [panénδoksos] Ε5 : πάρα πολύ ένδοξος.

[λόγ. < μσν. πανένδοξος < παν- + ένδοξος (αρχ. πάνδοξος, ίδ. σημ.)]

παραδοξογράφος ο [paraδoksoγráfos] Ο18 : αρχαίος συγγραφέας παράξενων, απίθανων ιστοριών.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. παραδοξογράφος < παράδοξ(ος) -ο- + -γράφος]

παραδοξολόγημα το [paraδoksolójima] Ο49 : η παραδοξολογία.

[λόγ. < ελνστ. παραδοξολόγημα]

παραδοξολογία η [paraδoksolojía] Ο25 : 1. αφήγηση (προφορική ή γραπτή) που αναφέρεται σε παράξενα, απίθανα, απίστευτα πράγματα. 2. οτιδήποτε ακούγεται ως παράξενο, απίθανο, αναληθές.

[λόγ. < αρχ. παραδοξολογία]

παραδοξολόγος -α -ο [paraδoksolóγos] Ε4 : που αφηγείται παράδοξες, απίστευτες, παράλογες ιστορίες, που λέει παράξενα ή απίθανα πράγματα. || (ως ουσ.) ο παραδοξολόγος.

[λόγ. < ελνστ. παραδοξολόγος]

παραδοξολογώ [paraδoksoloγó] Ρ10.9α : λέω, διηγούμαι παράδοξα, απίθανα, παράλογα πράγματα ή ιστορίες.

[λόγ. < ελνστ. παραδοξολογῶ]

παράδοξος -η -ο [paráδoksos] Ε5 : 1. που έρχεται σε σύγκρουση με την κοινή λογική, με τις συνηθισμένες αντιλήψεις, με αυτό που περιμένει κανείς φυσιολογικά· παράξενος, ασυνήθιστος: Tο πείραμα τέλειωσε με παράδοξα αποτελέσματα. Οι ενέργειές του ήταν παράδοξες. Kατέληξε σε παράδοξα συμπεράσματα. 2. (ως ουσ.) α. το παράδοξο, αυτό που περιέχει αντίφαση, που συγκρούεται με τη λογική, το απροσδόκητο, το παράξενο: Tα παράδοξα της φύσης / της ζωής / της ιστορίας. || (μαθημ., λογ.) μαθηματικό ή λογικό παράδοξο, αποτέλεσμα φανερά εσφαλμένο, που όμως φαίνεται να στηρίζεται λογικά: Tα παράδοξα του Zήνωνος. β. τα παράδοξα, τίτλος αρχαίων συγγραμμάτων που περιείχαν παράξενες, απίθανες ιστορίες. παραδόξως & παράδοξα ΕΠIΡΡ: Δεν το περίμενε κανένας αλλά ~ τα καταφέραμε. Όλως ~ πέρασε τις εξετάσεις.

[λόγ. < αρχ. παράδοξος, παραδόξως]

παραδοξότητα η [paraδoksótita] Ο28 : η ιδιότητα του παράδοξου. || παράδοξο συμβάν, γεγονός.

[λόγ. < ελνστ. παραδοξότης, αιτ. -ητα]

σκορδόξιδο το [skorδóksiδo] Ο41 : κοπανισμένο σκόρδο ανακατεμένο με ξίδι· σκορδοστούμπι1.

[σκόρδ(ο) -ο- + ξίδ(ι) -ο]

τρισένδοξος -η -ο [trisénδoksos] Ε5 : που είναι πάρα πολύ ένδοξος: Ο ~ ελληνισμός. Tο τρισένδοξο εθνικό μας παρελθόν.

[λόγ. τρισ- + ένδοξος]

< Προηγούμενο   1... 2 3 4 [5] 6   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες