Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %δοξ%
55 εγγραφές [21 - 30]
δοξολογία η [δoksolojía] Ο25 : 1α. εκκλησιαστικοί ευχαριστήριοι ύμνοι που αρχίζουν με τη λέξη “δόξα”: H μικρή / η μεγάλη ~. β. ύμνος που εκφράζει θαυμασμό και ευχαριστία: Tο τραγούδι μας είναι μια ~ στο Θεό και στη φύση. 2. εκκλησιαστική τελετή κατά την οποία ψάλλονται δοξαστικοί ύμνοι και η οποία γίνεται με την ευκαιρία μιας επετείου ή κάποιου άλλου χαρμόσυνου γεγονότος: Tην 25η Mαρτίου / την πρώτη του έτους ψάλλεται (επίσημη) ~ στο μητροπολιτικό ναό. Στη ~ θα χοροστατήσει ο αρχιεπίσκοπος Aθηνών και πάσης Ελλάδος.

[λόγ. < ελνστ. δοξολογία]

δοξολογώ [δoksoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : δοξάζω, ευχαριστώ κπ. με ύμνους, κυρίως το Θεό: Όλα τα πλάσματα δοξολογούν τον Πλάστη τους.

[ελνστ. δοξολογῶ]

ελληνορθόδοξος -η -ο [elinorθóδoksos] Ε5 : που είναι ταυτόχρονα ελληνικός και ορθόδοξος: H ελληνορθόδοξη εκκλησία του Παρισιού.

[λόγ. ελλην(ο)- + ορθόδοξος]

ένδοξος -η -ο [énδoksos] Ε5 : δοξασμένος, συνήθ. εξαιτίας ηρωϊκής ή πολεμικής πράξης: Ένδοξοι ήρωες / μαχητές. ~ στρατός. Ένδοξο όνομα. Οι ένδοξοι πρόγονοί μας. H ένδοξη ιστορία μας. Ένδοξη μάχη. Ένδοξη εποχή. || (επέκτ.) που φέρνει σε κπ. δόξα: ~ θάνατος. ένδοξα & (λόγ.) ενδόξως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἔνδοξος, αρχ. σημ.: `με μεγάλη υπόληψη΄· λόγ. < αρχ. ἐνδόξως]

επίδοξος -η -ο [epíδoksos] Ε5 : (για πρόσ.) που, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, πρόκειται, επιδιώκει ή έχει βλέψεις να γίνει ή να επιτύχει στο μέλλον κτ.: Ένας ~ δικτάτορας / κληρονόμος / διαρρήκτης. || Ο ~ διάδοχος του θρόνου, αυτός που θα γίνει διάδοχος ύστερα από τον τωρινό.

[λόγ. < αρχ. ἐπίδοξος `που είναι πιθανό να, ένδοξος΄]

ετερόδοξος -η -ο [eteróδoksos] Ε5 : που ακολουθεί διαφορετικό χριστιανικό δόγμα, σε σχέση με κπ. άλλον· αλλόδοξος. ANT ομόδοξος. || (ως ουσ.) ο ετερόδοξος.

[λόγ. < ελνστ. ἑτερόδοξος]

κακοδοξία η [kakoδoksía] Ο25 : (εκκλ.) εσφαλμένη άποψη που αφορά δογματικά θέματα· (πρβ. αίρεση).

[λόγ. < ελνστ. κακοδοξία, αρχ. σημ.: `κακή φήμη΄]

κακόδοξος -η -ο [kakóδoksos] Ε5 : συνήθ. ως ουσ. ο κακόδοξος, αυτός που ακολουθεί μια εσφαλμένη θρησκευτική δοξασία.

[λόγ. < ελνστ. κακόδοξος, αρχ. σημ.: `κακόφημος΄]

κενοδοξία η [kenoδoksía] Ο25 : η ματαιοδοξία.

[λόγ. < ελνστ. κενοδοξία]

κενόδοξος -η -ο [kenóδoksos] Ε5 : ο ματαιόδοξος.

[λόγ. < ελνστ. κενόδοξος]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες