Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %δοκ%
89 εγγραφές [41 - 50]
ενδοκοινοτικός -ή -ό [enδokinotikós] Ε1 : που αφορά (μόνο) τις σχέσεις μεταξύ των μελών μιας κοινότητας: Ενδοκοινοτικές διαφορές / διενέξεις / συμφωνίες / συνομιλίες. || που αφορά τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[λόγ. ενδο- + κοινοτικός μτφρδ. γαλλ. intercommunautaire]

ενδοκομματικός -ή -ό [enδokomatikós] Ε1 : που αφορά τις σχέσεις μεταξύ των μελών ενός κόμματος: Ενδοκομματικές διαφορές / έριδες / διενέξεις.

[λόγ. ενδο- + κομματικός]

ενδοκρινής -ής -ές [enδokrinís] Ε10 : (φυσιολ.) ενδοκρινείς αδένες, αυτοί που εκκρίνουν ουσίες (ορμόνες) οι οποίες εισέρχονται απευθείας στην κυκλοφορία του αίματος. ANT εξωκρινής.

[λόγ. < γαλλ. endocrine < endo- = ενδο- + -crine < αρχ. κρίν(ω) `ξεχωρίζω΄ -ής]

ενδοκρινικός -ή -ό [enδokrinikós] Ε1 : (φυσιολ.) που αφορά τους ενδοκρινείς αδένες, που σχετίζεται με αυτούς: Ενδοκρινικό σύστημα.

[λόγ. ενδοκριν(ής) -ικός]

ενδοκρινολογία η [enδokrinolojía] Ο25 : ειδικός κλάδος της ιατρικής με αντικείμενο τη λειτουργία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων.

[λόγ. < γαλλ. endocrinologie < endocrin(e) = ενδοκριν(ής) -ο- + -logie = -λογία]

ενδοκρινολόγος ο [enδokrinolóγos] Ο18 θηλ. ενδοκρινολόγος [enδokri nolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικός στην ενδοκρινολογία: Tα συμπτώματα που παρουσιάζει επιβάλλουν να τον δει ένας ~.

[λόγ. < αγγλ. endocrinologist < endocrino(logy) = ενδοκρινο(λογία) -logist = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ενδοκυβερνητικός -ή -ό [enδokivernitikós] Ε1 : που αφορά τις σχέσεις μεταξύ των μελών μιας κυβέρνησης: Ενδοκυβερνητική διένεξη. Ενδοκυβερνητικές διαφορές / διαφωνίες.

[λόγ. ενδο- + κυβερνητικός μτφρδ. αγγλ. intergover nmental]

ενδοκυτταρικός -ή -ό [enδokitarikós] Ε1 : (βιολ., ιατρ.) που βρίσκεται ή συντελείται στο εσωτερικό των κυττάρων. ANT εξωκυτταρικός. Ενδοκυτταρικό υγρό. Ενδοκυτταρική πέψη.

[λόγ. ενδο- + κυτταρικός μτφρδ. διεθ. endo- = ενδο- + cellular = κυτταρικός]

επιδοκιμάζω [epiδokimázo] -ομαι Ρ2.1 : εκφράζω τη συμφωνία μου με κτ. που το θεωρώ σωστό. ANT αποδοκιμάζω: ~ τα λόγια / τις απόψεις / τα σχέδια κάποιου. Όλα τα κόμματα της βουλής επιδοκίμασαν την κυβερνητική στάση έναντι της Tουρκίας. ~ κπ., συμφωνώ με τα λόγια ή με τις πράξεις του. || εκφράζω τη συμφωνία μου με φωνές, χειρονομίες ή γενικά έντονα φιλική στάση: Tο ακροατήριο επιδοκίμασε ζωηρά το ρήτορα.

[λόγ. επι- δοκιμάζω μτφρδ. γαλλ. approuver]

επιδοκιμασία η [epiδokimasía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιδοκιμάζω. ANT αποδοκιμασία: ~ μιας γνώμης / μιας πρότασης. Tο σχέδιο για πραξικόπημα είχε τη σιωπηρή ~ του αρχηγού της αντιπολίτευσης.

[λόγ. επιδοκιμά(ζω) -σία]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες