Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
89 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δοκούν το [δokún] Ο (άκλ.) : μόνο στην απαρχαιωμένη έκφραση κατά το ~, κατά την κρίση ή κατά την προτίμηση κάποιου, όπως του αρέσει, συνήθ. για αυθαίρετη ενέργεια: Ενεργεί κατά το ~.
[λόγ. < αρχ. τό δοκοῦν]
- δόκτορας ο [δóktoras] Ο5 : διδάκτορας, κυρίως σε προσφώνηση ή όταν γίνεται αναφορά σε κάποιο συγκεκριμένο άτομο· δόκτωρ. || (παρωχ., ειδικότ.) γιατρός.
[λόγ. δόκτ(ωρ) -ορας]
- δόκτωρ ο [δóktor] Ο : (λόγ.) δόκτορας.
[λόγ. < γερμ. Doktor]
- δωροδόκημα το [δoroδókima] Ο49 : το αποτέλεσμα του δωροδοκώ.
[λόγ. < αρχ. δωροδόκημα]
- δωροδοκία η [δoroδokía] Ο25 : η ενέργεια του δωροδοκώ, η προσφορά υλικών ωφελημάτων σε κπ., με σκοπό την εξαγορά της συνείδησής του. ANT δωροληψία: H ~ δημόσιου λειτουργού τιμωρείται αυστηρά. Mε δωροδοκίες κατάφερε να καταστρατηγήσει το νόμο.
[λόγ. < ελνστ. δωροδοκία, αρχ. σημ.: `λήψη δώρων΄]
- δωροδοκώ [δoroδokó] -ούμαι Ρ10.9 : προσφέρω σε κπ., συνήθ. σε δημόσιο λειτουργό, χρήματα ή κάποιο άλλο δώρο, για να παραβεί το καθήκον του και παρανομώντας να δώσει ευνοϊκή λύση σε κάποια υπόθεσή μου: Επιχείρησε να δωροδοκήσει τον έφορο. Δωροδόκησε τους μάρτυρες, για να κερδίσει τη δίκη.
[λόγ. < ελνστ. δωροδοκῶ, αρχ. σημ.: `δέχομαι δώρα΄]
- ενδοκαρδιακός -ή -ό [enδokarδiakós] Ε1 : (ιατρ.) που υπάρχει, γίνεται ή αναπτύσσεται στο εσωτερικό της καρδιάς ή στο ενδοκάρδιο.
[λόγ. < διεθ. endo- = ενδο- + -cardiac < αρχ. καρδί(α) -ac = -ακός]
- ενδοκάρδιο το [enδokárδio] Ο40 : (ανατ.) ο υμένας που καλύπτει εσωτερικά τις καρδιακές κοιλότητες.
[λόγ. < νλατ. endocardium < endo- = ενδο- + αρχ. καρδ(ία) -ium = -ιον]
- ενδοκαρδίτιδα η [enδokarδítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του ενδοκαρδίου.
[λόγ. < νλατ. endocarditis < endocard(ium) = ενδοκάρδ(ιον) -itis = -ίτις > -ίτιδα]
- ενδοκάρπιο το [enδokárpio] Ο40 : (βοτ.) μεμβράνη που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια του περικαρπίου.
[λόγ. < γαλλ. endocarpe < endo- = ενδο- + αρχ. καρπ(ός) -ιον]