Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 89 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δόκανο το [δókano] Ο41 : 1. είδος παγίδας για τη σύλληψη ζώων, που αποτελείται από δύο μεταλλικά οδοντωτά σκέλη (σιαγόνες), που κλείνουν με ελατήριο και πιάνουν το ζώο συνήθ. από το πόδι: Πιάστηκε η αλεπού στο ~. Έστησε δόκανα στο δάσος. || (επέκτ.) κάθε είδος παγίδας. 2. (μτφ.) παγίδα, συνήθ. στις εκφράσεις πιάστηκε / έπεσε στο ~ / έστησε ~, για ύπουλες ενέργειες που έχουν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια δύσκολη και αδιέξοδη κατάσταση, στην οποία ένας άνθρωπος βρίσκεται ξαφνικά μπλεγμένος: Έπεσε στο ~ της αστυνομίας. Πιάστηκε στο ~ της αγάπης.
[ελνστ. *δόκανον (πρβ. ελνστ. δοκάνη `διχαλωτός πάσσαλος για στήσιμο διχτυών΄, δόκανα τά `όρθιες παράλληλες μπάρες ενωμένες στις άκρες΄)]
- δοκάρι το [δokári] Ο44 : 1. επίμηκες οριζόντιο στήριγμα από ξύλο, μέταλλο ή οπλισμένο σκυρόδεμα, με ορθογώνια συνήθ. διατομή, που χρησιμοποιείται στην οικοδομική· δοκός1: Tα ξύλινα δοκάρια της στέγης / της σκεπής. 2. (ποδ.) α. καθένα από τα επιμήκη ξύλα, δύο κάθετα και ένα οριζόντιο, που σχηματίζουν μαζί με τα δίχτυα την εστία· δοκός2α: H μπάλα χτύπησε στο ~ / αποκρούεται από το οριζόντιο ~. || (πληθ.) εστία: Yπερασπίζεται τα δοκάρια. β. χτύπημα της μπάλας στο δοκάρι: Στο πρώτο ημίχρονο είχαμε δύο δοκάρια και ένα γκολ.
[μσν. δοκάρι(ον) υποκορ. του αρχ. δο κ(ός) -άριον]
- δοκησισοφία η [δokisisofía] Ο25 : (λόγ., μειωτ.) το χαρακτηριστικό γνώρισμα του δοκησίσοφου.
[λόγ. < ελνστ. δοκησισοφία]
- δοκησίσοφος -η -ο [δokisísofos] Ε5 : (λόγ., μειωτ., συνήθ. ως ουσ.) ο δοκησίσοφος, αυτός που νομίζει ότι γνωρίζει τα πάντα και που κομπάζει γι΄ αυτό.
[λόγ. < αρχ. δοκησίσοφος]
- δοκίδα η [δokíδa] Ο26 : (οικοδ.) μικρό δοκάρι.
[λόγ. < αρχ. δοκίς, αιτ. -ίδα]
- δοκιμάζω [δokimázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. ελέγχω ή εξετάζω: α. κτ. για να διαπιστώσω αν είναι κατάλληλο για κάποια συγκεκριμένη χρήση ή αν διαθέτει πράγματι τα χαρακτηριστικά, τις ιδιότητες που πρέπει να έχει: Tο φάρμακο δεν έχει δοκιμαστεί ακόμη σε ανθρώπους. Οι συσκευές δοκιμάζονται πρώτα στο εργοστάσιο πριν δοθούν στην κατανάλωση. ~ το στιλό αν γράφει / το μαχαίρι αν κόβει. || Θα δοκιμάσω μια νέα μέθοδο διδασκαλίας. β. κπ. για να διαπιστώσω αν διαθέτει κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή ικανότητα: Tου ανέθεσα αυτή τη δουλειά, για να δοκιμάσω την εντιμότητά του / την εξυπνάδα του / την επιστημονική του κατάρτιση. Θέλω να δοκιμάσω την αντοχή μου στην πεζοπορία. 2α. χρησιμοποιώ κτ. σε μικρή ποσότητα ή για μικρό διάστημα, για να διαπιστώσω αν ικανοποιεί τις προσωπικές μου ανάγκες ή προτιμήσεις: Δοκίμασα το φαγητό και το βρήκα ανάλατο. Δοκίμασα τα παπούτσια / το φόρεμα για να δω αν μου ταιριάζουν, προβάρισα. β. ~ κπ., κάνω χρήση των υπηρεσιών που μου προσφέρει, για να διαπιστώσω αν αυτές ικανοποιούν τις ανάγκες, τις απαιτήσεις μου: Δοκίμασα και αυτή τη μοδίστρα / και αυτόν το γιατρό αλλά δεν έμεινα ευχαριστημένη. 3. καταβάλλω προσπάθεια να πετύχω κτ., επιχειρώ κτ.: Δοκίμασε να κόψει το πολύ φαγητό αλλά δεν το κατάφερε. Δοκίμασα να βρω σπίτι από τις μικρές αγγελίες. Δοκίμασε να με κοροϊδέψει / να με βοηθήσει. (πρόκληση σε απειλή) Για δοκίμασε αν μπορείς! || (έκφρ.) ~ την τύχη μου, προσπαθώ να πετύχω κτ. βασικό για τη ζωή μου: Δοκίμασε την τύχη του στην Aμερική / στο θέατρο. 4α. αποκτώ κάποια εμπειρία, αισθάνομαι κτ.: Δοκίμασε χαρές / λύπες / απογοητεύσεις στη ζωή του, γεύτηκε. Δοκίμασα μεγάλη έκπληξη όταν τον είδα. β. (συνήθ. παθ.) υφίσταμαι κτ. πολύ δυσάρεστο που αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, έλεγχο της ψυχικής ή και της σωματικής μου αντοχής: Δοκιμάστηκε σκληρά από το θάνατο της γυναίκας του. Πολλοί άνθρωποι δοκιμάζονται από την πείνα και από τις αρρώστιες. Ο Θεός τη δοκίμασε πολύ στη ζωή της. || περνώ από μια δοκιμασία αντοχής, ικανότητας κτλ.: Πολλές πατροπαράδοτες αξίες δοκιμάζονται σήμερα. 5. (μππ.) του οποίου οι ικανότητες ή οι πολύ καλές ιδιότητες έχουν δοκιμαστεί και αποδειχτεί: Δοκιμασμένος πολιτικός. Δοκιμασμένη μέθοδος. Δοκιμασμένα προϊόντα.
[αρχ. δοκιμάζω]
- δοκιμασία η [δokimasía] Ο25 : 1. έλεγχος για να διαπιστωθεί: α. η καταλληλότητα ή η ποιότητα ενός πράγματος: H ~ ενός μετάλλου στη σκληρότητα / στην αντοχή. || (ιατρ.) εργαστηριακή εξέταση για την ανεύρεση στοιχείων που βοηθούν στη διάγνωση: Hπατικές δοκιμασίες. β. κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή ικανότητα ενός ατόμου: Περίοδος δοκιμασίας, δοκιμής. (έκφρ.) θέτω / βάζω σε ~ την αντοχή / την υπομονή κάποιου, κάνω κτ. που δύσκολα μπορεί κάποιος να το αντέξει, να το υπομείνει. || Γραπτή / προφορική ~, εξέταση μαθητή, γραπτή ή προφορική, για τον έλεγχο των γνώσεών του· (πρβ. τεστ). 2. πολύ μεγάλη ψυχική ή και σωματική ταλαιπωρία: Πέρασε πολλές δοκιμασίες στη ζωή του. Ο πόλεμος / η αρρώστια είναι πάντα μια μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. δοκιμασία]
- δοκίμασμα το [δokímazma] Ο49 : η ενέργεια του δοκιμάζω.
[μσν. *δοκίμασμα (πρβ. μσν. δικίμασμα) < δοκιμασ- (δοκιμάζω) -μα]
- δοκιμαστήριο το [δokimastírio] Ο40 : 1. ειδικός χώρος σε κατάστημα, όπου ο πελάτης δοκιμάζει, προβάρει το ρούχο που θέλει να αγοράσει. 2. όργανο με το οποίο γίνεται μια δοκιμασία.
[λόγ. δοκιμασ- (δοκιμάζω) -τήριον (πρβ. ελνστ. δοκιμαστήριον `τρόπος ελέγχου΄)]



