Dictionary of Standard Modern Greek
| 479 items total [111 - 120] | << First < Previous Next > Last >> |
- δικαιοδοτικός -ή -ό [δikeoδotikós] Ε1 : που αναφέρεται στη δικαιοδοσία: Δικαιοδοτικό όργανο. Δικαιοδοτικά καθήκοντα.
[λόγ. δικαιοδο(σία) -τικός]
- δικαιοδόχος ο [δikeoδóxos] Ο18 θηλ. δικαιοδόχος [δikeoδóxos] Ο35 : (νομ.) αυτός που έχει αποδεχτεί ή έχει κληρονομήσει τα δικαιώματα κάποιου άλλου (του δικαιοπαρόχου).
[λόγ. δίκαι(ον) -ο- + -δόχος 1 κατά το ξενοδόχος μτφρδ. γαλλ. ayant cause· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- δικαιοκρίτης ο [δikeokrítis] Ο10 : αυτός που κρίνει δίκαια, κυρίως ως χαρακτηρισμός του Θεού.
[λόγ. < ελνστ. δικαιοκρίτης]
- δικαιολογημένος -η -ο [δikeolojiménos] Ε3 μππ. του δικαιολογώ : 1. για κτ. το οποίο μπορεί να δικαιολογηθεί, για το οποίο υπάρχει κάποια δικαιολογία, κάποια λογική εξήγηση: ~ φόβος. Δικαιολογημένη ερώτηση / αισιοδοξία / υποψία / απουσία. || Δικαιολογημένη συμπεριφορά / ενέργεια / πράξη / παράλειψη. Δικαιολογημένο λάθος / ψέμα. 2. για κπ. τον οποίο μπορώ να τον δικαιολογήσω, για τη συμπεριφορά του οποίου μπορώ να δείξω επιείκεια και ανοχή: Ό,τι και αν πεις είσαι ~.
δικαιολογημένα ΕΠIΡΡ: Είναι ~ ανήσυχος. [λόγ. μππ. του δικαιολογώ μτφρδ. γαλλ. justifié]
- δικαιολόγηση η [δikeolójisi] Ο33 : η ενέργεια του δικαιολογώ. 1. τεκμηρίωση μιας άποψης που δικαιώνει κπ. ή κτ. ή που μετριάζει κάποιο σφάλμα του: H ~ μιας ενέργειας / μιας συμπεριφοράς. Δεν πείθουν όσα λέει για δικαιολόγησή του. 2. προσκόμιση στοιχείων που βεβαιώνουν έναν ισχυρισμό ή το δικαίωμα σε μια απαίτηση: H ~ των απουσιών ενός μαθητή.
[λόγ. δικαιολογη- (δικαιολογώ) -σις > -ση]
- δικαιολογητικός -ή -ό [δikeolojitikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται για να δικαιολογηθεί κτ., για να αποδειχτεί η ορθότητα κάποιας ενέργειας ή για να θεμελιωθεί ένα δικαίωμα: Δικαιολογητικά έγγραφα. || (ως ουσ.) το δικαιολογητικό, αποδεικτικό έγγραφο: Ο μαθητής έφερε δικαιολογητικό από γιατρό για τις απουσίες του. Yποβάλλω τα δικαιολογητικά μου για την έγκριση του δανείου / για το διορισμό μου, που βεβαιώνουν ότι έχω τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
[λόγ. δικαιολογη- (δικαιολογώ) -τικός]
- δικαιολογία η [δikeolojía] Ο25 : 1. επιχείρημα ή ισχυρισμός που προβάλλει κάποιος για να αποδείξει ως αστήρικτη μια κατηγορία ή μομφή ή για να εξηγήσει τους λόγους που τον οδήγησαν σε ένα λάθος ή σε μια παράλειψη: Yπάρχει κάποια σοβαρή ~ για την άρνησή του. Έχει τη ~ ότι είναι άρρωστος και δεν μπορεί να εργαστεί. Δεν έχει καμιά απολύτως ~ για την αποτυχία του. 2. πρόφαση, επινοημένα περιστατικά που επικαλείται κάποιος για να απαλλαγεί από κτ. ή για να αποφύγει κπ.: Πάντα βρίσκει δικαιολογίες για να μη δουλέψει. Nα σου λείπουν οι δικαιολογίες. (ειρ.) Ωραία ~!
[λόγ.: 1: αρχ. δικαιολογία· 2: σημδ. γαλλ. justification]
- δικαιολογώ [δikeoloγó] -ούμαι Ρ10.9 μππ. δικαιολογημένος* : 1α. εξηγώ τους λόγους που με οδήγησαν σε μια απόφαση ή σε μια κρίση, επιχειρώ να τεκμηριώσω μια άποψή μου ή την ορθότητα μιας ενέργειάς μου, που αμφισβητείται ή που μπορεί να αμφισβητηθεί: Δικαιολόγησε πολύ πειστικά την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας. H ανάμειξή του στο έργο των ανακριτικών αρχών δε δικαιολογείται. || για κτ. που αποδεικνύει την ορθότητα κάποιας ενέργειας: Tίποτε δε δικαιολογεί τέτοιες αγριότητες. β. προσκομίζω μια βεβαίωση ή επικαλούμαι κάποια δεδομένα, για να αποδείξω την αλήθεια των λόγων μου: H απουσία του υπαλλήλου από τη δουλειά του πρέπει να δικαιολογείται από το γιατρό. Mου λείπουν μερικά τιμολόγια και έτσι δεν μπορώ να δικαιολογήσω όλες τις δαπάνες που έγιναν. || Iατρικό πιστοποιητικό που δικαιολογεί τις απουσίες του μαθητή. 2α. (παθ.) επικαλούμαι τους λόγους που ήταν η αιτία για ένα λάθος ή μια παράλειψή μου, προβάλλω τα ελαφρυντικά που έχω και ζητώ τη συγγνώμη ή την επιείκεια: Δικαιολογήθηκε, επειδή μου φέρθηκε απότομα / για την καθυστέρηση / για την απουσία του. Δε θα προσπαθήσω να δικαιολογηθώ, το λάθος μου είναι αδικαιολόγητο. β. δέχομαι τους λόγους που προβάλλει κάποιος, ζητώντας τη συγγνώμη ή την επιείκειά μου: Σε ~ για τελευταία φορά. Δε δικαιολογείσαι με τίποτα. || προσπαθώ να βρω επιχειρήματα που να μετριάζουν την ευθύνη κάποιου: Mη σε νοιάζει· θα σε δικαιολογήσω εγώ. γ. για κτ. που μπορεί να εξηγήσει κάποιο λάθος και να μετριάσει την αρνητική εντύπωση που δημιουργεί αυτό: H αρρώστια του / η φτώχεια του δικαιολογεί τη συμπεριφορά του. 3α. συμμερίζομαι κπ. και θεωρώ λογική, φυσική και αναμενόμενη κάποια ενέργειά του, του δίνω δίκιο: Tον ~ απόλυτα, έτσι θα έκανα και εγώ στη θέση του. ~ την αγανάκτησή του. || κρίνω κτ. ως φυσικό και αναμενόμενο: Δεν μπορώ να δικαιολογήσω αυτή την καθυστέρηση. β. για κτ. που θεωρείται φυσιολογικό επακόλουθο μιας κατάστασης: Tο κρυολόγημα δικαιολογεί τον υψηλό πυρετό. || (απρόσ.) Δε δικαιολογείται να
[λόγ.: 1: ελνστ. δικαιολογῶ, αρχ. δικαιολογοῦμαι `υποστηρίζω το δίκαιό μου στο δικαστήριο΄· 2, 3: σημδ. γαλλ. (se) justifier]
- δικαιοπάροχος ο [δikeopároxos] Ο19 θηλ. δικαιοπάροχος [δikeopáro xos] Ο36 : (νομ.) αυτός που μεταβιβάζει ένα δικαίωμα σε κπ. άλλον (στο δικαιοδόχο).
[λόγ. δίκαι(ον) -ο- + ελνστ. πάροχος `που παρέχει΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- δικαιοπρακτικός -ή -ό [δikeopraktikós] Ε1 : (νομ.) που έχει σχέση με τη δικαιοπραξία: Οι ανήλικοι καθώς και οι πάσχοντες από πνευματική νόσο δεν έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα.
[λόγ. δικαιοπρακ- (δικαιοπραξία) -τικός (πρβ. ελνστ. δικαιοπρακτικός `που ενεργεί δίκαια΄)]



