Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
479 εγγραφές [471 - 479] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειροδικία η [xiroδi
ía] Ο25 : η ενέργεια του χειροδικώ: H λογομαχία κατέληξε σε ~. [λόγ. < αρχ. χειροδίκ(ης) (δες στο χειροδικώ) -ία]
- χειροδικώ [xiroδikó] Ρ10.9α : χτυπώ, δέρνω κπ. για να λύσω τις διαφορές που έχω μαζί του: Tον συνέλαβαν επειδή χειροδίκησε εναντίον του αντιδίκου του. Συνηθίζει να χειροδικεί.
[λόγ. < αρχ. χειροδίκ(ης) `που επιβάλλει το δίκιο του με το χέρι του΄ -ώ]
- χοντρομπαλάς -ού -άδικο / -ούδικο [xondrobalás] Ε9α : (μειωτ.) για κπ. που είναι πολύ χοντρός.
[χοντρο- + μπάλ(α) -άς]
- χορτολιβαδικός -ή -ό [xortolivaδikós] Ε1 : που αναφέρεται σε λιβάδια με αυτοφυές ή καλλιεργημένο χόρτο: Xορτολιβαδικές εκτάσεις.
[λόγ. χορτο- + λιβαδικός]
- ψαράδικος -η -ο [psaráδikos] Ε5 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στους ψαράδες, που χρησιμοποιείται από αυτούς: Ψαράδικη βάρκα, ψαρόβαρ κα, ψαροπούλα. Ψαράδικη καλύβα. Ψαράδικο χωριό. Ψαράδικο καπέλο. 2. (ως ουσ.) το ψαράδικο: α. (προφ.) το κατάστημα του ψαρά· ιχθυοπωλείο. || (πληθ.) τα ψαράδικα, ψαραγορά, ιχθυαγορά. β. κάθε είδους αλιευτικό σκάφος, μικρό ή μεγάλο· (πρβ. ψαροκάικο, ψαρόβαρκα, ψαροπούλα, γρι γρι, τράτα, ανεμότρατα). γ. παντελόνι, συνήθ. γυναικείο, που φτάνει ως το γόνατο.
[μσν. ψαράδικος < ψαραδ- (ψαράς) -ικος]
- ψιλικατζίδικο το [psilikadzíδiko] Ο41 : μικρό κατάστημα που πουλά λιανικώς διάφορα μικρά και μικρής αξίας είδη για ποικίλες χρήσεις (π.χ. τσιγάρα, βελόνες, μολύβια, περιοδικά, καραμέλες κτλ.)· κατάστημα ψιλικών (ειδών): Tο ~ της γειτονιάς.
[ψιλικατζ(ής) -ίδικο]
- ψωμάδικο το [psomáδiko] Ο41 : (προφ.) το κατάστημα που παρασκευά ζει ή και πουλά ψωμί· αρτοποιείο, φούρνος.
[ψωμ(ί) -άδικο]
- ωδική η [oδikí] Ο29 : το μάθημα της φωνητικής μουσικής: H καθηγήτρια / η δασκάλα / το μάθημα / το βιβλίο της ωδικής.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. ωδικός (ενν. τέχνη)]
- ωδικός -ή -ό [oδikós] Ε1 : Ωδικά πουλιά / πτηνά, που κελαηδούν μελωδικά.
[λόγ. < αρχ. ᾠδικός `κατάλληλος για τραγούδι΄]