Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %δικ%
479 εγγραφές [411 - 420]
σποραδικότητα η [sporaδikótita] Ο28 : η ιδιότητα του σποραδικού, συνήθ. αυτού που γίνεται, συμβαίνει ή υπάρχει κατά αραιά και ακανόνιστα χρονικά διαστήματα.

[λόγ. σποραδικ(ός) -ότης > -ότητα]

σταφιδικός -ή -ό [stafiδikós] Ε1 : που έχει σχέση με την παραγωγή και το εμπόριο της σταφίδας: Σταφιδικό ζήτημα. Mε τη σταφιδική κρίση της δεκαετίας του 1890 χιλιάδες Έλληνες αγρότες μετανάστευσαν στις HΠA. Aυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός (AΣΟ). Σταφιδική νομοθεσία.

[λόγ. σταφιδ- (δες σταφίδα) -ικός]

στραβοπόδης -α -ικο [stravopóδis] Ε9 : (οικ.) που έχει στραβά πόδια, κυρίως για κυρτές κνήμες· στραβοπόδαρος.

[ελνστ. στραβοπόδης]

στραγαλατζίδικο το [straγaladzíδiko] Ο41 : (οικ.) κατάστημα ή υπαίθριος πάγκος όπου πουλούν στραγάλια.

[στραγαλατζ(ής) -ίδικο]

στρατοδικείο το [stratoδikío] Ο39 : δικαστήριο που αποτελείται από αξιωματικούς της στρατιωτικής δικαιοσύνης και που δικάζει στρατιωτικούς· σε ανώμαλες καταστάσεις, όταν κηρυχτεί στρατιωτικός νόμος, δικάζει και πολίτες που κατηγορούνται για ορισμένα αδικήματα: Παραπέμφθηκε στο έκτακτο ~ με την κατηγορία της λιποταξίας σε καιρό πολέμου. Οι πραξικοπηματίες αξιωματικοί καταδικάστηκαν από το διαρκές ~. Περ νώ από ~, δικάζομαι από στρατοδικείο: Θα τον περάσουν από ~ για εγκατάλειψη σκοπιάς.

[λόγ. στρατο- 1 + -δικείον μτφρδ. γαλλ. tribunal militaire]

στρατοδίκης ο [stratoδíkis] Ο10 : αξιωματικός που είναι μέλος στρατοδικείου.

[λόγ. στρατο(δικείον) -δίκης]

στρεψοδικία η [strepsoδikía] Ο25 : η χρήση ψευδών ή σοφιστικών λόγων, επιχειρημάτων, που αποσκοπεί στην παραπλάνηση, στη διαστροφή της αλήθειας: Προσπάθησε με στρεψοδικίες να παραπλανήσει τους συνομιλητές του.

[λόγ. στρεψόδικ(ος) -ία]

στρεψόδικος -η -ο [strepsóδikos] Ε5 : που χρησιμοποιεί ψευδή ή σοφιστικά λόγια, επιχειρήματα με σκοπό να παραπλανήσει, να διαστρέψει την αλήθεια: ~ συνομιλητής. || ψευδής, παραπλανητικός: Στρεψόδικα επιχειρήματα.

[λόγ. στρεψοδικ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]

στρεψοδικώ [strepsoδikó] Ρ10.9α : χρησιμοποιώ ψευδή ή σοφιστικά λόγια, επιχειρήματα για να παραπλανήσω, να διαστρέψω την αλήθεια (προς όφελός μου).

[λόγ. < αρχ. στρεψοδικῶ]

στριπτιζάδικο το [striptizáδiko] Ο41 : (προφ.) χαρακτηρισμός νυχτερινού κέντρου στο οποίο εκτελούνται νούμερα στριπτίζ.

[στριπτίζ -άδικο]

< Προηγούμενο   1... 40 41 [42] 43 44 ...48   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες