Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
13 εγγραφές [11 - 13] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διδακτορικός -ή -ό [δiδaktorikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον ανώτατο τίτλο σπουδών πανεπιστημιακής σχολής: Διδακτορική διατριβή. Διδακτορικό δίπλωμα, που απονέμεται σε πτυχιούχο πανεπιστημίου, αφού εγκριθεί μια πρωτότυπη επιστημονική εργασία του. || (ως ουσ.) το διδακτορικό, διδακτορικό δίπλωμα· ντοκτορά.
[λόγ. διδακτορ- (δες διδάκτορας) -ικός]
- δίδακτρα τα [δíδaktra] Ο40 : τα χρήματα που πληρώνει ένας μαθητής ή σπουδαστής, για να παρακολουθήσει τα μαθήματα σε ιδιωτικό συνήθ. εκπαιδευτικό ίδρυμα.
[λόγ. < ελνστ. δίδακτρα `μισθός δασκάλου΄]
- διδάκτωρ ο [δiδáktor] θηλ. διδάκτωρ [δiδáktor] Ο : (λόγ.) διδάκτορας: Aναγορεύτηκε ~ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.
[λόγ. διδακ- (διδάσκω) -τωρ (δες στο -τορας) μτφρδ. γαλλ. docteur & γερμ. Doktor < λατ. doctor· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]