Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
177 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δημαρχείο το [δimarxío] Ο39 : το κτίριο όπου στεγάζονται οι δημοτικές αρχές και οι υπηρεσίες.
[λόγ. δήμαρχ(ος) -είον μτφρδ. γαλλ. mairie]
- δημαρχεύω [δimarxévo] Ρ5.1α : εκτελώ χρέη δημάρχου, αναπληρώνω το δήμαρχο: Όταν απουσιάζει ο δήμαρχος, δημαρχεύει ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου.
[λόγ. δήμαρχ(ος) -εύω (πρβ. αρχ. δημαρχῶ)]
- δημαρχεύων -ουσα -ον [δimarxévon] Ε12 : (λόγ.) που εκτελεί χρέη δημάρχου, που αναπληρώνει το δήμαρχο.
[λόγ. μεε. του ρ. δημαρχεύω]
- δημαρχία η [δimarxía] Ο25 : 1. το αξίωμα, η εξουσία του δημάρχου: Tρεις υποψήφιοι διεκδικούν τη ~. 2. η χρονική περίοδος της θητείας ενός δημάρχου: Επί της δημαρχίας του έγιναν πολλά έργα στην πόλη. 3. το δημαρχείο: Tο σπίτι του είναι απέναντι από τη ~.
[λόγ. < αρχ. δημαρχία `το αξίωμα του δημάρχου΄]
- δημαρχιακός -ή -ό [δimarxiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δημαρχία ή στο δήμαρχο: Δημαρχιακές εκλογές, που γίνονται για την ανάδειξη δημοτικών αρχόντων. Δημαρχιακή επιτροπή, που αποτελείται από μέλη του δημοτικού συμβουλίου και συνεργάζεται με το δήμαρχο.
[λόγ. δημαρχί(α) -ακός (διαφ. το ελνστ. δημαρχικός `που αναφέρεται στους εκπροσώπους του κοινού λαού΄)]
- δημαρχιλίκι το [δimarxilí
i] Ο44α : (προφ.) το αξίωμα του δημάρχου, η δημαρχία1. [δήμαρχ(ος) -ιλίκι]
- δήμαρχος ο [δímarxos] Ο20α θηλ. δήμαρχος [δímarxos] Ο36 & (προφ.) δημαρχίνα [δimar
ína] Ο26 : αιρετός άρχοντας της τοπικής αυτοδιοίκησης, επικεφαλής ενός δήμου: Εκλέγομαι / βγαίνω ~. Yποψήφιος ~. Ο ~ Aθηναίων / Θεσσαλονίκης. ΦΡ τα παράπονά σου στο δήμαρχο, ως δήλωση αδιαφορίας απέναντι σε παράπονα ή σε διαμαρτυρίες. από ~ κλητήρας, για κπ. που ξεπέφτει, που υποβαθμίζεται κοινωνικά, οικονομικά ή σε κάποια άλλη κλίμακα ιεραρχίας. || θηλ. δημαρχίνα, και η γυναίκα του δημάρχου. [λόγ. < αρχ. δήμαρχος `εκπρόσωπος ενός από τους δήμους της Aθήνας΄, ελνστ. σημ.: `εκπρόσωπος του κοινού λαού΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· δήμαρχ(ος) -ίνα]
- δημεγέρτης ο [δimejértis] Ο10 : (λόγ.) αυτός που εξεγείρει, που ξεσηκώνει τα πλήθη, το λαό.
[λόγ. δημ(ο)- 1 + εγερ- (εγείρω) -της (πρβ. μσν. δημηγέρτης)]
- δήμευση η [δímefsi] Ο33 : η κατάσχεση από το δημόσιο (μέρους ή όλου) των περιουσιακών στοιχείων, που επιβάλλεται σε κπ. ως ποινή σε ορισμένες περιπτώσεις· (πρβ. απαλλοτρίωση): Tου επιβλήθηκε αφαίρεση της ιθαγένειας και ~ της περιουσίας του.
[λόγ. < αρχ. δήμευ(σις) -ση]
- δημευτικός -ή -ό [δimeftikós] Ε1 : που αναφέρεται στη δήμευση ή την επιβάλλει: ~ νόμος.
[λόγ. δημεύ(ω) -τικός]