Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
177 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταδημοτεύω [metaδimotévo] Ρ5.1α : (σπάν.) κάνω μεταδημότευση.
[λόγ. μετα- δημοτεύω ενεργ. < αρχ. ρ. δημοτεύομαι `είμαι δημότης΄]
- οίδημα το [íδima] Ο49 : (ιατρ.) πρήξιμο σε ορισμένο σημείο των ιστών του σώματος που οφείλεται σε παθολογική συγκέντρωση υγρού στο σημείο αυτό: Πνευμονικό ~.
[λόγ. < αρχ. οἴδημα]
- πανδημία η [panδimía] Ο25 : επιδημία που εξαπλώνεται σε όλη την έκταση μιας χώρας ή περιοχής, που προσβάλλει το σύνολο του πληθυσμού της.
[λόγ. < νλατ. pandemia < pan- = παν- + -demia κατά το epidemia < αρχ. ἐπιδημία (διαφ. το αρχ. πανδημία `όλος ο λαός΄)]
- πάνδημος -η -ο [pánδimos] Ε5 : που γίνεται ή εκδηλώνεται με τη συμμετοχή όλου του λαού· παλλαϊκός: ~ εορτασμός.
[λόγ. < αρχ. πάνδημος `που ανήκει σε όλο το λαό΄]
- παρεπιδημία η [parepiδimía] Ο25 : (λόγ.) η προσωρινή διαμονή σε τόπο άλλον από αυτόν της μόνιμης διαμονής.
[λόγ. < ελνστ. παρεπιδημία, αρχ. σημ.: `προσωρινή διαμονή΄]
- παρεπιδημώ [parepiδimó] Ρ10.9α : (λόγ.) διαμένω για κάποιο χρονικό διάστημα, προσωρινά, σε τόπο άλλον από αυτόν της μόνιμης διαμονής μου.
[λόγ. < ελνστ. παρεπιδημῶ]
- πήδημα το [píδima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πηδάω (κυρ. στις σημ. 1, 3). 1. άλμα: Kάνω / δίνω (ένα) ~, πηδάω. M΄ ένα ~ βρέθηκε πάνω στο άλογο. Δεν τον φτάνει κανείς στο ~. || ~ θανάτου*. ΦΡ ~ στο κενό, για ενέργειες, προσπάθειες μάταιες, χωρίς αποτέλεσμα. για ψύλλου* ~. ΠAΡ ΦΡ ιδού η Ρόδος, ιδού και το ~, ως πρόκληση σε κπ. να αποδείξει έμπρακτα, αμέσως τους ισχυρισμούς του. 2. (λαϊκ.) η συνουσία: Tο μυαλό του το έχει συνεχώς στο ~.
πηδηματάκι το YΠΟKΟΡ 1. το μικρό πήδημα, άλμα: Ελαφρά πηδηματάκια με διάσταση και έκταση. 2. (λαϊκ.) συνουσία: Είσαι για ένα γρήγορο ~; [αρχ. πήδημα]
- πόδημα το [póδima] Ο49 : (λαϊκότρ.) το υπόδημα, το παπούτσι.
[αρχ. ὑπόδημα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- προδημοσίευση η [proδimosíefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προδημοσιεύω. || το προδημοσιευμένο τμήμα ενός γραπτού έργου.
[λόγ. προ- δημοσίευ(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. prepublication]
- προδημοσιεύω [proδimosiévo] -ομαι Ρ5.1 : δημοσιεύω σε εφημερίδα, περιοδικό κτλ. τμήμα ενός γραπτού (λογοτεχνικού, επιστημονικού κτλ.) έργου πριν από τη δημοσίευσή του, την έκδοσή του ως συνόλου: Προδημοσίευσε μερικά ποιήματα από την καινούρια του ποιητική συλλογή.
[λόγ. προ- δημοσιεύω μτφρδ. αγγλ. prepublish]