Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 177 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιδημιολογία η [epiδimiolojía] Ο25 : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις επιδημίες.
[λόγ. < γαλλ. épidémiologie < αρχ. ἐπιδημί(α) -ο- + -logie = -λογία]
- επιδημιολόγος ο [epiδimiolóγos] Ο18 θηλ. επιδημιολόγος [epiδimiolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στην επιδημιολογία.
[λόγ. επιδημιο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- επιδημώ [epiδimó] Ρ10.9α : α.(λόγ.) διαμένω, ιδίως μόνιμα, σε έναν τόπο. β. (για αρρώστια) εμφανίζομαι με τη μορφή επιδημίας: Επιδημεί μια νόσος.
[λόγ. < αρχ. ἐπιδημῶ (στη σημ. α)]
- ετεροδημότης ο [eteroδimótis] Ο10 θηλ. ετεροδημότισσα [eteroδimótisa] Ο27 : πολίτης που κατοικεί σε δήμο ή σε κοινότητα διαφορετικό από εκείνο στον οποίο είναι γραμμένος και ιδίως στον οποίο ασκεί το εκλογικό του δικαίωμα.
[λόγ. ετερο- + δημότης· ετεροδημότ(ης) -ισσα]
- καταδημαγώγηση η [kataδimaγójisi] Ο33 : η ενέργεια του καταδημαγωγώ: H ~ του λαού.
[λόγ. καταδημαγωγη- (καταδημαγωγώ) -σις > -ση]
- καταδημαγωγώ [kataδimaγoγó] Ρ10.9α : ασκώ πολύ μεγάλη δημαγωγία.
[λόγ. < ελνστ. καταδημαγωγῶ]
- κατοικοδημότης ο [katikoδimótis] Ο10 : αυτός που είναι εγγεγραμμένος στο δημοτολόγιο της πόλης στην οποία και κατοικεί. ANT ετεροδημότης.
[λόγ. κάτοικ(ος) -ο- + δημότης]
- κελάηδημα το [kel(ái)δima] & κελάηδισμα το [kel(ái)δizma] Ο49 : η μελωδική φωνή των ωδικών πτηνών: Στην εξοχή σε ξυπνάει συχνά το γλυκό ~ των πουλιών.
[ελνστ. κελάδημα `δυνατός ήχος΄ κατά τη μορφή και τη σημ. του κελαηδώ· κελαηδ(ώ) -ισμα (πρβ. μσν. κελάδισμα)]
- μάδημα το [máδima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαδώ.
[μαδη- (μαδώ) -μα]
- μεταδημότευση η [metaδimótefsi] Ο33 : διαδικασία με την οποία ένα πρόσωπο διαγράφεται ως δημότης από ένα δήμο ή κοινότητα και εγγράφεται σε άλλο: Δικαιολογητικά που είναι απαραίτητα για τη ~.
[λόγ. μεταδημοτεύ(ω) -σις > -ση]



