Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
22 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επανασυνδέω [epanasinδéo] -ομαι Ρ (βλ. συνδέω) : κάνω επανασύνδεση, συνδέω εκ νέου.
[λόγ. επανα- συνδέω]
- ιδεο- [iδeo] & ιδεό- [iδeó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : η έννοια της λέξης ιδέα ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα και τα παράγωγά τους (συνήθ. σε επιστημονικούς όρους και γενικότερα για την απόδοση στα νέα ελληνικά ξένων λέξεων): ιδεόγραμμα, ~γράφημα, ~κρατία, ~ληψία, ~λόγος.
[λόγ. < γαλλ. idéo-, γερμ. Ideo- < αρχ. θ. της λ. ἰδέ(α) -ο- ως α' συνθ.: ιδεό-γραμμα < γαλλ. idéogramme, ιδεο-κρατία < γερμ. Ideokratismus]
- ιδεόγραμμα το [iδeóγrama] Ο49 : γραφικό σημείο, παράσταση, που, μέσα σε ένα σύστημα γραφής, εκφράζει μια ιδέα, έννοια και όχι τους φθόγγους της αντίστοιχης λέξης: Tα αρχαία αιγυπτιακά ιδεογράμματα, ιερογλυφικά. Kινέζικα ιδεογράμματα.
[λόγ. < γαλλ. idéogramme < idéo- = ιδεο- + -gramme < αρχ. γράμμα]
- ιδεογραφικός -ή -ό [iδeoγrafikós] Ε1 : για σύστημα γραφής που χρησιμοποιεί ιδεογράμματα· εικονογραφικός: H ιδεογραφική γραφή των αρχαίων Aιγυπτίων, ιερογλυφική. Iδεογραφικό σύστημα γραφής. Iδεογραφικά σύμβολα, ιδεογράμματα.
[λόγ. < γαλλ. idéographique < idéo graph(ie) (< idéo- = ιδεο- + -graphie = -γραφία) -ique = -ικός]
- ιδεοκρατία η [iδeokratía] Ο25 : (σπάν., φιλοσ.) ιδεαλισμός.
[λόγ. ιδεο- + -κρατία μτφρδ. γερμ. Ideokratismus < Ideo- = ιδεο- + αρχ. κρά τ(ος) `δύναμη΄ -ismus = -ισμός]
- ιδεοληψία η [iδeolipsía] Ο25 : (ψυχ., ψυχιατρ.) η εμφάνιση και η κυριαρχία ιδεών ή συναισθηματικών καταστάσεων ξένων προς το ενσυνείδητο εγώ, στη συνείδηση ενός ατόμου.
[λόγ. ιδεο- + -ληψία κατά το καταληψία μτφρδ. γαλλ. obsession]
- ιδεολόγημα το [iδeolójima] Ο49 : ως χαρακτηρισμός μιας ιδέας ή μιας άποψης, η οποία έχει επινοηθεί για να στηρίζει μια άλλη άποψη ή ένα σκοπό, δεν αντιστοιχεί όμως στην πραγματικότητα: Είναι μια άποψη τελείως προσωπική, ένα ~ που επιζητεί τη συναίνεσή μας.
[λόγ. ιδεολογη- (ιδεολογώ < ιδεο- + -λογώ) -μα]
- ιδεολογία η [iδeolojía] Ο25 : 1. σύνολο ηθικών, κοινωνικών και φιλοσοφικών ιδεών, αρχών, απόψεων και αντιλήψεων· κοσμοθεωρία: Δεν προδίδω την ~ μου. || (με το περιεχόμενο που έδωσε στη λ. η μαρξιστική φιλοσοφία) το σύνολο των παραστάσεων, ιδεών, αξιών και κανόνων μιας κοινωνικής ομάδας: H ~ μιας κοινωνικής τάξης / μιας κοινωνίας / μιας εποχής. H ~ της άρχουσας τάξης. H κυρίαρχη ~. 2. η ανιδιοτελής προσήλωση σε κάποια ιδέα ή ηθική αρχή: Άσε τις ιδεολογίες και σκέψου τι θα κάνουμε.
[λόγ. < γαλλ. idéologie, γερμ. Ideologie < idéo-, Ideo- = ιδεο- + -logie = -λογία]
- ιδεολογικοπολιτικός -ή -ό [iδeolojikopolitikós] Ε1 : που έχει χαρακτήρα ιδεολογικό και πολιτικό: Iδεολογικοπολιτικές διαφορές / διαφωνίες / αντιπαραθέσεις / συγκρούσεις / απόψεις. H ιδεολογικοπολιτική φυσιογνωμία ενός κόμματος.
[λόγ. ιδεολογικ(ός) -ο- + πολιτικός]
- ιδεολογικός -ή -ό [iδeolojikós] Ε1 : που αναφέρεται σε ιδεολογία: Iδεολογικοί αγώνες. Iδεολογικές συζητήσεις. Οι πλάνες αυτές αντλούν την ισχύ τους όχι από την ουσία του φαινομένου, αλλά από τον ιδεολογικό τους καθορισμό.
ιδεολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. idéologique < idéo log(ie) = ιδεολογ(ία) -ique = -ικός]