Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανασυνδέω [anasinδéo] -ομαι Ρ (βλ. συνδέω) : συνδέω κτ. εκ νέου. 1α. ενώνω πάλι δύο πράγματα που είχαν αποχωριστεί: ~ δύο καλώδια / τους κρίκους μιας αλυσίδας. β. βάζω ξανά σε λειτουργία κτ. ανασυνδέοντας το σχετικό αγωγό: ~ το ηλεκτρικό / τηλέφωνο. 2. (μτφ.) αναδημιουργώ: ~ τις σχέσεις / τη φιλία με κπ.
[λόγ. < ελνστ. ἀνασυνδέω `δένω ξανά΄ σημδ. γαλλ. renouer]
- ανίδεος -η -ο [aníδeos] Ε5 : 1.που δε γνωρίζει κτ. καθόλου, που δεν έχει ούτε τις στοιχειώδεις γνώσεις για κτ.· αδαής: ~ από τέχνη / επιστήμη / πολιτική / ποίηση. || (ως ουσ.) ο ανίδεος: H μελέτη του προβλήματος ανατέθηκε σε άσχετους και ανίδεους. 2α. που δεν έχει πληροφόρηση για κάποιο γεγονός: Ήταν ~ για το θάνατο του πατέρα του. β. που δεν υποψιάζεται κτ.· ανύποπτος, ανυποψίαστος: ~ για τον κίνδυνο που διέτρεχε, ήπιε το δηλητηριασμένο νερό.
[λόγ. αν- (δες α- 1) ιδέ(α) (ελνστ. σημ.: `έννοια΄) -ος (διαφ. το ελνστ. ἀνίδεος `που δεν έχει συγκεκριμένο σχήμα΄)]
- αντιδεοντολογικός -ή -ό [andiδeondolojikós] Ε1 : που είναι αντίθετος σε ορισμένη δεοντολογία: Aντιδεοντολογική πράξη / συμπεριφορά.
αντιδεοντολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + δεοντολογικός]
- αποσυνδέω [aposinδéo] -ομαι Ρ (βλ. συνδέω) μππ. και αποσυνδεδεμένος* : 1.αποχωρίζω κτ. από κτ. άλλο με το οποίο ήταν ενωμένο. ANT συνδέω: ~ τα βαγόνια από την ατμομηχανή. || (ειδικότ.) διακόπτω τη σύνδεση αγωγών ή ηλεκτρικών κυκλωμάτων: ~ το καλώδιο / το τηλέφωνο (από την πρίζα). ~ τη βρύση από το σωλήνα ύδρευσης. 2. (μτφ.) αντιμετωπίζω ή εξετάζω κτ. ανεξάρτητα από κτ. άλλο, παύω να το συσχετίζω: H κυβέρνηση δεν μπορεί να αποσυνδέσει το πρόβλημα της ανεργίας από την ανάκαμψη της οικονομίας. Θέλω να αποσυνδεθεί το όνομά μου από αυτή την υπόθεση, γιατί δεν έχω καμιά απολύτως ανάμειξη.
[λόγ. απο- συνδέω μτφρδ. αγγλ. disconnect]
- δέομαι [δéome] Ρ αόρ. δεήθηκα, απαρέμφ. δεηθεί : αναπέμπω δέηση προς το Θεό, παρακαλώ θερμά το Θεό για κτ.: Xιλιάδες πιστοί στις εκκλησίες δέονται για τη σωτηρία της πόλης από το σεισμό. ~ και ικετεύω, θερμοπαρακαλώ.
[λόγ. < αρχ. δέομαι]
- δεοντολογία η [δeondolojía] Ο25 : (φιλοσ.) η θεωρία των καθηκόντων και των υποχρεώσεων, στην ηθική. || σύνολο κανόνων που δεσμεύουν ηθικά κπ. στην εκτέλεση των επαγγελματικών του κυρίως καθηκόντων: H δημοσιογραφική ~ επιβάλλει το σεβασμό της προσωπικότητας του άλλου. Στην περίπτωση αυτή δεν τηρήθηκε ο κώδικας της ιατρικής δεοντολογίας.
[λόγ. < γαλλ. déontologie < αρχ. δεοντ- (δες δέων) -ο- + -logie = -λογία]
- δεοντολογικός -ή -ό [δeondolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δεοντολογία: ~ ιατρικός κώδικας.
δεοντολογικά & (λόγ.) δεοντολογικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. déontologique < déontolog(ie) = δεοντολογ(ία) -ique = -ικός· λόγ. δεοντολογικ(ός) -ώς]
- δεόντως [δeóndos] επίρρ. τροπ. : σε ύφος δηκτικό και για καταστάσεις που επιβάλλουν ή επιτρέπουν μια κακή συμπεριφορά, καταλλήλως, όπως πρέπει: Tου απάντησε ~. Tον περιποιήθηκαν ~.
[λόγ. < αρχ. δεόντως]
- δέος το [δéos] Ο46 : θαυμασμός που συνοδεύεται από αισθήματα φόβου ή ανησυχίας για κτ. που ξεπερνά τις πνευματικές ή σωματικές μας δυνάμεις: Mε αισθήματα δέους. Kαταλαμβάνεται / σιωπά από ~. ΦΡ αντίπαλο* ~.
[λόγ. < αρχ. δέος]
- δέων -ουσα -ον [δéon] Ε12 : (λόγ.) α. που είναι ο πρέπων, ο κατάλληλος, ο αναγκαίος: Έγιναν οι δέουσες ενέργειες. Δε δόθηκε η δέουσα προσοχή. Tον αντιμετώπισαν με το δέοντα σεβασμό. (απαρχ. έκφρ.) τι δέον γενέσθαι*; β. (ως ουσ.) το δέον: β1. το πρέπον, το κατάλληλο, το αναγκαίο: Οφείλουμε να πράξουμε το δέον. (έκφρ.) πλέον* του δέοντος. υπέρ* το δέον. β2. (πληθ., παρωχ.) τα δέοντα, τα χαιρετίσματα: Tα δέοντα στους γονείς σου.
[λόγ. < ελνστ. δέων < αρχ. τό δέον ουσιαστικοπ. ουδ. μεε. του ρ. δεῖ `είναι αναγκαίο, είναι σωστό΄]



