Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδενοειδεκτομή η [aδenoiδektomí] Ο29 : (ιατρ.) χειρουργική αφαίρεση των αδενοειδών εκβλαστήσεων.
[λόγ. < γαλλ. adénoidectomie < adénoid- < ελνστ. ἀδενοειδ(ής) + -ectomie = -εκτομή]
- ακατάδεκτος -η -ο [akatáδektos] & ακατάδεχτος -η -ο [akatáδextos] Ε5 : που δεν καταδέχεται τους ανθρώπους που είναι ή που θεωρεί ότι είναι κατώτεροί του, που αποφεύγει τη συναναστροφή με αυτούς και που τους φέρεται υπεροπτικά και περιφρονητικά. ANT καταδεκτικός: Έγινε πολύ ~ από τότε που απόκτησε αξιώματα και χρήματα. (ως αστεϊσμός) Πάρε το γλυκό που σου προσφέρω και μην είσαι τόσο ακατάδεχτη.
ακατάδεκτα & ακατάδεχτα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε πολύ ~. [λόγ. επίδρ. στο ακατάδεχτος < μσν. ακατάδεκτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < α- 1 καταδεκ- (καταδέχομαι) -τος]
- ακροδέκτης ο [akroδéktis] Ο10 : (τεχν.) εξάρτημα από αγώγιμο μέταλλο που προσαρμόζεται στην άκρη ηλεκτρικού καλωδίου, για την εύκολη και σταθερή σύνδεσή του με ηλεκτρική μηχανή ή συσκευή.
[λόγ. ακρο- 1 + δέκτης]
- ανεπίδεκτος -η -ο [anepíδektos] Ε5 : α.που δεν επιδέχεται ή δεν είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο μιας ενέργειας, που δεν προσφέρεται για κτ.: Θέμα ανεπίδεκτο συζητήσεως. Άποψη ανεπίδεκτη αμφιβολιών / λογικής ερμηνείας. β. (για πρόσ.) που είναι ανίκανος να δεχτεί την επίδραση μιας ενέργειας ή να μάθει κτ.: ~ μαθήσεως / αγωγής. Mαθητής ~ στα μαθηματικά.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεπίδεκτος]
- απαράδεκτος -η -ο [aparáδektos] & απαράδεχτος -η -ο [aparáδextos] Ε5 : που δεν μπορεί να γίνει παραδεκτός γιατί βρίσκεται, κινείται έξω από τα πλαίσια της λογικής, της ηθικής, των κοινά αποδεκτών αξιών κτλ.: H πρόταση που μου έκανες είναι απαράδεκτη. Προβάλλει απαράδεχτους όρους. H παιδική θνησιμότητα είχε φτάσει σε απαράδεχτα υψηλά επίπεδα.
απαράδεκτα & απαράδεχτα ΕΠIΡΡ: Tου φέρθηκαν ~, πολύ άσχημα. [λόγ. < ελνστ. ἀπαράδεκτος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- αποδέκτης ο [apoδéktis] Ο10 θηλ. αποδέκτρια [apoδéktria] Ο27 : 1.αυτός που πρέπει να παραλάβει κτ. που του έχει αποσταλεί, κτ. που προορίζεται γι΄ αυτόν· παραλήπτης: ~ εγγράφου / επιστολής. || (μτφ.): H κυβέρνηση είναι ο ~ του μηνύματος των εκλογών. 2. ~ συναλλαγματικής, που αναλαμβάνει την εξόφληση συναλλαγματικής, που αποδέχεται με την υπογραφή του μια συναλλαγματική που έχει εκδοθεί σε βάρος του.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποδέκτης· 2: σημδ. γαλλ. acceptant ή αγγλ. acceptor· λόγ. αποδέκ(της) -τρια]
- αποδεκτός -ή -ό [apoδektós] Ε1 : που τον δέχονται ή τον αποδέχονται, που γίνεται ευνοϊκά δεκτός: Οι ξένοι δε γίνονται εύκολα αποδεκτοί από τους ντόπιους, δεν τους εντάσσουν εύκολα στο κοινωνικό σύνολο. H πρόταση έγινε ομόφωνα αποδεκτή. H αγωγή δεν έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο. || Είναι / δεν είναι αποδεκτό ότι
: Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι θεωρίες του είχαν μεγάλη απήχηση στη σύγχρονη σκέψη.
[λόγ. < ελνστ. ἀποδεκτός]
- δέκτης ο [δéktis] Ο10 : 1. ANT πομπός. α. (τεχνολ.) συσκευή ή εγκατάσταση που δέχεται ηλεκτρομαγνητικά κύματα και τα μετατρέπει σε οπτικά ή ακουστικά σήματα: ~ μεγάλης / μικρής ισχύος. Iσχυρός / ασθενής ~. || Ραδιοφωνικός / τηλεοπτικός ~. || (επέκτ.) αυτός που δέχεται ένα ερέθισμα, σήμα, μήνυμα κτλ.: Tα κόμματα πρέπει να είναι ευαίσθητοι δέκτες των κοινωνικών μηνυμάτων. β. (πληροφ.) το τμήμα μιας επικοινωνιακής αλυσίδας το οποίο εκπέμπει πληροφορίες. γ. (γλωσσ.) αυτός που δέχεται και αποκωδικοποιεί ένα μήνυμα που δομείται σύμφωνα με τους κανόνες ενός ειδικού κώδικα. δ. (ανατ.) καθένας από τους ειδικούς αισθητηριακούς σχηματισμούς που παραλαμβάνουν και τροποποιούν ερεθίσματα και μεταδίδουν στο νευρικό σύστημα την πληροφορία για το δρων αίτιο· υποδοχέας2. 2. (ιατρ.) ο λήπτης. ANT δότης.
[λόγ. < αρχ. δέκτης `αυτός που δέχεται, ζητιάνος΄ σημδ. γαλλ. récepteur & αγγλ. receiver]
- δεκτικός -ή -ό [δektikós] Ε1 : που έχει τη δυνατότητα ή την ικανότητα να δεχτεί ερεθίσματα, εντυπώσεις κτλ. και να ανταποκριθεί σ΄ αυτά ή να τα αφομοιώσει: Είναι ~ στις νέες ιδέες. || (λόγ., με γεν.) επιδεκτικός: Δεν είναι ~ βελτιώσεως.
[λόγ. < αρχ. δεκτικός]
- δεκτικότητα η [δektikótita] Ο28 : η ιδιότητα του δεκτικού: H νοητική ~ του μέσου κοινού.
[λόγ. δεκτικ(ός) -ότης > -ότητα]