Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %δεικτ%
19 εγγραφές [1 - 10]
-δείκτης [δíktis] : β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών· δηλώνει όργανο, εξάρτημα ή αντικείμενο κατάλληλο να δείχνει (να προσδιορίζει, να μετρά κτλ.) αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ανεμο~, δευτερολεπτο~, δυναμο~, ημερο~, σελιδο~.

[λόγ. < ελνστ. -δείκτης `που δείχνει΄ (μόνο για έμψυχα) θ. του αρχ. ρ. δείκ(νυμι) `δείχνω΄ -της ως β' συνθ.: ελνστ. ὁριο-δείκτης `που καθορίζει τα όρια΄, νομο-δείκτης `που εξηγεί τους νόμους΄ (πρβ. αρχ. αἰολο-δείκτης `που παρουσιάζεται με ποικίλες μορφές΄)]

αναπόδεικτος -η -ο [anapóδiktos] Ε5 : που δεν τον έχουν αποδείξει. ANT αποδειγμένος: ~ ισχυρισμός. Aναπόδεικτη ενοχή / κατηγορία. Aναπόδεικτο θεώρημα. αναπόδεικτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀναπόδεικτος]

ανεμοδείκτης ο [anemoδíktis] & ανεμοδείχτης ο [anemoδíxtis] Ο10 : α. όργανο που δείχνει την κατεύθυνση του ανέμου· ανεμοδούρα, ανεμόστροφοβ. β. (μτφ., για πρόσ.) που δεν έχει μια σταθερή γνώμη, που αλλάζει απόψεις εύκολα και ανάλογα με το περιβάλλον· ανεμόμυλοςβ.

[λόγ. ανεμο-1 + δείκτης μτφρδ. αγγλ. wind indicator· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

αποδεικτικός -ή -ό [apoδiktikós] Ε1 : που αποδεικνύει κτ., που παρέχει τα στοιχεία για την απόδειξη ενός πράγματος: Aποδεικτικά μέσα. Aποδεικτική μέθοδος. Aποδεικτική διαδικασία, στην ποινική διαδικασία η συγκέντρωση και ο έλεγχος των στοιχείων για τη διαπίστωση της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορούμενου. Tο επιχείρημά σου δεν έχει αποδεικτική αξία. || (λογ.) αποδεικτική πρόταση, της οποίας η αλήθεια δεν είναι αυτονόητη, αλλά αποδεικνύεται από τα πράγματα. || (ως ουσ.) το αποδεικτικό, επίσημο έγγραφο για τη βεβαίωση, την πιστοποίηση ενός πράγματος.

[λόγ. < αρχ. ἀποδεικτικός]

αυταπόδεικτος -η -ο [aftapóδiktos] Ε5 : που από τη φύση του και το περιεχόμενό του αποδεικνύεται με τρόπο εύκολο και απόλυτα πειστικό χωρίς να χρειάζεται να επικαλεστεί κανείς πρόσθετα στοιχεία· ευκολοαπόδειχτος, αυτονόητος.

[λόγ. < ελνστ. αὐταπόδεικτος]

δακτυλοδεικτούμενος -η -ο [δaktiloδiktúmenos] & δαχτυλοδεικτούμενος -η -ο [δaxtiloδiktúmenos] Ε5 : που φέρεται ως παράδειγμα προς μίμηση ή αποφυγή.

[λόγ. < μπε. του ελνστ. ρ. δακτυλοδεικτοῦμαι < αρχ. δακτυλοδεικτῶ· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

δείκτης ο [δíktis] & δείχτης ο [δíxtis] στις σημ. 1, 2 Ο10 : 1. οτιδήποτε χρησιμοποιούμε για να δείξουμε ή να υποδείξουμε. α. σε όργανο μετρήσεως, κινητή βελόνα η οποία διατρέχει τις υποδιαιρέσεις του καντράν και δείχνει τις αριθμητικές ενδείξεις που είναι γραμμένες σ΄ αυτό: Ο ~ της ζυγαριάς. Ο ~ του βαρομέτρου. Οι δείχτες του ρολογιού. || ~ της στάθμης των καυσίμων. ~ ατμολέβητα. β. μακρύ ξύλο, αιχμηρό στην άκρη, με το οποίο δείχνουμε σημεία σε γεωγραφικό χάρτη, σε πίνακα κτλ. ή ειδικός φακός με λεπτή φωτεινή δέσμη για αντίστοιχη χρήση σε φωτεινές διαφάνειες. γ. Οδικός ~, ταμπέλα στην οποία αναγράφεται το όνομα πόλης, χωριού κτλ., η κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθηθεί και η απόσταση στην οποία βρίσκεται. || Xιλιομετρικός ~, στον οποίο αναγράφεται η απόσταση σε χιλιόμετρα ενός τόπου από κάποιο δεδομένο σημείο. δ. στην παρέλαση, αυτός που στέκει μπροστά από τους επισήμους και υποδεικνύει το σημείο στο οποίο θα πρέπει να γίνει στροφή της κεφαλής από αυτούς που παρελαύνουν. 2. το δάχτυλο του χεριού που βρίσκεται δίπλα στον αντίχειρα. 3. η αριθμητική έκφραση ενός μεγέθους το οποίο έχει μετρηθεί. || (οικον.) καθεμία από τις στατιστικές αξίες που ως ομάδα μάς δίνουν μια ένδειξη για την κατάσταση της οικονομίας: Οικονομικοί δείκτες. Γενικός / τραπεζικός / βιομηχανικός / κατασκευαστικός κτλ. ~, στο χρηματιστήριο: Aπότομη άνοδος του γενικού δείκτη. Γενικός ~ τιμών καταναλωτή. ~ τιμών λιανικής πωλήσεως. ~ ανεργίας. ~ βιομηχανικής παραγωγής. || (ψυχ.) ~ ευφυΐας / νοημοσύνης*. || (μτφ.): ~ του πολιτισμού ενός λαού είναι… 4. (επιστ.) α. (μαθημ.) ο αριθμός που γράφεται αριστερά του ριζικού και δηλώνει το βαθμό της ζητούμενης ρίζας. || κάθε σύμβολο που, σε μια αλγεβρική παράσταση, σημειώνεται δεξιά και λίγο πιο κάτω από ένα άλλο. || (επέκτ.) κάθε σύμβολο που, στο γραπτό λόγο, σημειώνεται δεξιά και λίγο πιο κάτω από ένα άλλο. β. (χημ.) β1. χημική ουσία η οποία, όταν προστίθεται στο υγρό που πρόκειται να εξεταστεί, καθιστά το τέλος της αντιδράσεως ορατό με απότομη αλλαγή χρωματισμού: Tο βάμμα του ηλιοτροπίου είναι ~ κατάλληλος για τη μέτρηση οξέων και βάσεων. β2. αριθμός που γράφεται κάτω και δεξιά από το σύμβολο ενός χημικού στοιχείου και δείχνει τον αριθμό των ατόμων τα οποία περιέχονται σε κάθε μόριο.

[λόγ.: 1, 3-4: ελνστ. δείκτης `που εκθέτει΄ σημδ. γαλλ. indice, indicateur & γερμ. Anzeiger, Anzeige· 2: κατά το ελνστ. δεικτικός (ενν. δάκτυλος) σημδ. γαλλ. index· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

δεικτικός -ή -ό [δiktikós] Ε1 : (γραμμ.) που δείχνει: Δεικτικά μόρια. Tο “να” είναι δεικτικό μόριο. Δεικτικές αντωνυμίες, με τις οποίες δείχνουμε ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, την ποσότητα ή την ποιότητα ενός ουσιαστικού.

[λόγ. < ελνστ. δεικτικός, αρχ. σημ.: `ικανός να αποδείξει΄]

δυσκολοαπόδειχτος -η -ο [δiskoloapóδixtos] & δυσκολοαπόδεικτος -η -ο [δiskoloapóδiktos] Ε5 : για κτ. που αποδεικνύεται δύσκολα. ANT ευκολοαπόδειχτος.

[λόγ. δυσκολο- + αποδεικ- (αποδεικνύω) -τος και με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

ενδεικτικός -ή -ό [enδiktikós] Ε1 : 1.για ό,τι παρέχει ενδείξεις, υποδεικνύει, υποδηλώνει ή φανερώνει κτ.: Ενδεικτικά στοιχεία / φαινόμενα. ~ πίνακας. Ενδεικτική λυχνία. Tο γεγονός ότι αποφεύγει το διάλογο είναι ενδεικτικό της αδυναμίας του να αντικρούσει τις κατηγορίες. 2. (ως ουσ.) το ενδεικτικό, σχολικό έγγραφο που πιστοποιεί ότι ο μαθητής κρίθηκε ικανός να εγγραφεί στην επόμενη τάξη: Ενδεικτικό πρώτης δημοτικού. ενδεικτικά & (λόγ.) ενδεικτικώς ΕΠIΡΡ ως χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ενδεικτικώς θα αναφέρω μία μόνο περίπτωση.

[λόγ. < ελνστ. ἐνδεικτικός (στη σημ. 1)· λόγ. < ελνστ. ἐνδεικτικῶς]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες