Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %δειγμ%
14 εγγραφές [11 - 14]
παραδειγματικός -ή -ό [paraδiγmatikós] Ε1 : 1. που αποτελεί, που αναφέρεται ή που χρησιμεύει ως παράδειγμα: α. για να διδάσκει, να σωφρονίζει: Παραδειγματική τιμωρία. β. επειδή είναι εξαιρετικός, άψογος, πρότυπος· (πρβ. υποδειγματικός): Παραδειγματική συμπεριφορά / πειθαρχία / καθαριότητα. 2. (γλωσσ.) ~ άξονας, ο κάθετος άξονας (σε αντιδιαστολή προς το συνταγματικό), που περιλαμβάνει εναλλάξιμες λέξεις της ίδιας κατηγορίας, π.χ. ανήλικος / νέος / ώριμος / ενήλικος / ηλικιωμένος άνθρωπος. παραδειγματικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Tιμωρήθηκε ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. παραδειγματικός· 2: γαλλ. paradigmatique (στη νέα σημ.) < υστλατ. paradigmaticus < ελνστ. παραδειγματικός]

παραδειγματισμός ο [paraδiγmatizmós] Ο17 : πράξη, ενέργεια που γίνεται για να χρησιμεύσει ως παράδειγμα, για να διδάξει, να σωφρονίσει: Tον τιμώρησαν για παραδειγματισμό.

[λόγ. < ελνστ. παραδειγματισμός]

υπόδειγμα το [ipóδiγma] Ο49 : ό,τι προβάλλεται ως πρότυπο για μίμηση: α. για πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια κτλ. που χαρακτηρίζεται από υψηλότατο βαθμό τελειότητας ως προς κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά· τύπος: Είναι ~ συζύγου / πατέρα. ~ εργατικού υπαλλήλου. Είναι ~ ευσυνειδησίας / εργατικότητας. Tον έχω για ~. Tο βιβλίο αυτό αποτελεί ~ ύφους / ευσυνείδητης εργασίας. β. για έγγραφο που χρησιμεύει ως δείγμα για τη σύνταξη άλλων πανομοιότυπων: H αίτηση θα γίνει σύμφωνα με το τάδε ~. || Yποδείγματα εκθέσεων.

[λόγ. < αρχ. ὑπόδειγμα `παράδειγμα΄ (ελνστ. σημ.: `μοντέλο΄)]

υποδειγματικός -ή -ό [ipoδiγmatikós] Ε1 : 1.που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, ως πρότυπο: Yποδειγματική καλλιέργεια. Στα πειραματικά σχολεία γίνονται υποδειγματικές διδασκαλίες. 2. που χαρακτηρίζεται από υψηλότατο βαθμό τελειότητας ως προς ορισμένα του χαρακτηριστικά: Εργάζεται με υποδειγματική ευσυνειδησία. Έδειξε υποδειγματική συμπεριφορά. H ψηφοφορία έγινε με υποδειγματική τάξη. Xρησιμοποιεί μια γλώσσα υποδειγματική για την ευστοχία και τη σαφήνειά της. Yποδειγματικό ύφος. ~ λόγος. υποδειγματικά ΕΠIΡΡ: Εργάζεται ~.

[λόγ. < ελνστ. ὑποδειγματικός `που γίνεται σύμφωνα με παράδειγμα΄ & σημδ. γαλλ. exemplaire]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες