Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 147 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευκλείδειος -ος / -α -ο [efklíδios] Ε15 : που αναφέρεται στον Ευκλείδη: α. στον αρχαίο Έλληνα γεωμέτρη: Ευκλείδεια γεωμετρία, που στηρίζεται στα αξιώματα που διατυπώθηκαν από τον Ευκλείδη. ~ χώρος, ο χώρος των τριών διαστάσεων, που στηρίζεται στο αξίωμα των παραλλήλων της ευκλείδειας γεωμετρίας. β. στον αρχαίο Aθηναίο άρχοντα: Ευκλείδεια γραφή, το ιωνικό αλφάβητο που καθιερώθηκε στην Aθήνα, όταν ήταν άρχοντας ο Ευκλείδης.
[λόγ. < ελνστ. Εὐκλείδ(ης) -ειος μτφρδ. γαλλ. euclidien < λατ. Εuclid(es) < ελνστ. Εὐκλείδ(ης) -ien = -ειος]
- ευκολοαπόδειχτος -η -ο [efkoloapóδixtos] & ευκολοαπόδεικτος -η -ο [efkoloapóδiktos] Ε5 : για κτ. που αποδεικνύεται εύκολα. ANT δυσκολοαπόδειχτος.
[λόγ. ευκολο- + αποδεικ- (αποδεικνύω) -τος και με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] για προσαρμ. στη δημοτ.]
- ευριπίδειος -α -ο [evripíδios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον αρχαίο Έλληνα τραγικό ποιητή Ευριπίδη: ~ λόγος. Ευριπίδειες τραγωδίες.
[λόγ. < αρχ. Εὐριπίδειος]
- ευφράδεια η [efráδia] Ο27 : η ιδιότητα αυτού που έχει μεγάλη ευχέρεια στην προφορική διατύπωση των σκέψεών του· ευγλωττία: Δικηγόρος / πολιτικός που έχει ~. Mιλάει με ~.
[λόγ. < ελνστ. εὐφράδεια `ορθότητα γλώσσας΄ κατά τη σημ. του αρχ. επιρρ. εὐφραδέως `με ευγλωττία΄]
- ημεροδείκτης ο [imeroδíktis] Ο10 : 1. είδος ημερολογίου συνήθ. με επάλληλα έντυπα φύλλα, τόσα, όσα και οι μέρες του χρόνου. || αντίστοιχος μηχανισμός, χειροκίνητος ή ηλεκτρονικός. 2. ημερολόγιο2.
[λόγ. ημερο- + δείκτης]
- ησιόδειος -α -ο [isióδios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Hσίοδο: Hσιόδεια ποίηση. Tα ησιόδεια έπη.
[λόγ. < αρχ. Ἡσιόδειος]
- θρασύδειλος -η -ο [θrasíδilos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από θράσος όταν δεν αντιμετωπίζει κανέναν κίνδυνο ή απειλή, ενώ αντίθετα δειλιάζει και υποχωρεί μόλις αντιμετωπίσει κπ. ισχυρότερό του: ~ καθώς ήταν, δεν τόλμησε να πραγματοποιήσει τις απειλές του.
[λόγ. < αρχ. θρασύδειλος]
- ιδεί το [iδí] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) η όψη προσώπου ή πράγματος.
[μσν. το ιδείν, απαρέμφ. αορ. του αρχ. ρ. ὀρῶ `βλέπω΄ (πρβ. σημερ. αόρ. είδα)]
- καταδεικνύω [kataδiknío] -ομαι Ρ αόρ. κατέδειξα και (σπάν.) κατάδειξα, απαρέμφ. καταδείξει, παθ. αόρ. καταδείχτηκα και καταδείχθηκα, απαρέμφ. καταδειχτεί και καταδειχθεί : κάνω απόλυτα σαφές, αποδεικνύω κτ.: Mε στοιχεία θα καταδείξω την ορθότητα των επιχειρημάτων μου. Kαταδεικνύεται η ανάγκη συσπειρώσεως όλων των δυνάμεων.
[λόγ. < αρχ. καταδείκνυμι `ανακαλύπτω και γνωστοποιώ΄ σημδ. γαλλ. démontrer (μεταπλ. κατά το δείκνυμι > δεικνύω)]
- κατάδειξη η [katáδiksi] Ο33 : η ενέργεια του καταδεικνύω.
[λόγ. καταδεικ- (δες καταδεικνύω) -σις > -ση]



