Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 147 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντένδειξη η [andénδiksi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αντενδείκνυμαι. ANT ένδειξη. α. η ένδειξη που είναι αντίθετη προς άλλη ή προς κτ. αντίθετο: Πολλές αντενδείξεις μάς πείθουν για την αντίθετη άποψη. β. (ειδικότ. για φάρμακα, συνήθ. πληθ.) η περίπτωση κατά την οποία ένα φάρμακο δεν ενδείκνυται: Πριν χρησιμοποιήσετε το φάρμακο διαβάστε με προσοχή τις αντενδείξεις.
[λόγ. < μσν. αντένδειξις `αντίθετη ένδειξη΄ (-σις > -ση) < αντ(ι)- + ένδειξις σημδ. γαλλ. contre-indication]
- απάδει [apáδi] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) δεν ταιριάζει. ANT συνάδει: H συμπεριφορά του ~ προς την ιδιότητα του δικαστή.
[λόγ. γ' εν. < αρχ. ἀπᾴδω `τραγουδάω παράφωνα, δεν ταιριάζω΄ κατά τη σημ. της ελνστ. μεε. ἀπᾷδον `αταίριαστο΄]
- αποδεδειγμένος -η -ο [apoδeδiγménos] Ε3 : που έχει αποδειχτεί, που είναι ολοφάνερος, αναμφισβήτητος.
αποδεδειγμένα ΕΠIΡΡ: Είναι ~ άθεος. [λόγ. < αρχ. ἀποδεδειγμένος μππ. του ἀποδεικνύω]
- αποδεικνύω [apoδiknío] -ομαι Ρ αόρ. απέδειξα και απόδειξα, απαρέμφ. αποδείξει, παθ. αόρ. αποδείχτηκα και αποδείχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και απεδείχθη, απεδείχθησαν, απαρέμφ. αποδειχτεί και αποδειχθεί, μππ. αποδεδειγμένος* : 1.με λογικά και αναμφισβήτητα επιχειρήματα στηρίζω μια γνώμη, έναν ισχυρισμό, μια υπόθεση, κάνω φανερή την αλήθεια ενός πράγματος: Προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν είναι ένοχος. Θα αποδείξω πως έχεις άδικο. Aπόδειξέ τα αυτά που λες! ~ ένα θεώρημα, το επαληθεύω με μια σειρά από μαθηματικούς συλλογισμούς και πράξεις. || (επέκτ.): H φήμη αποδείχτηκε αληθινή. H επιτυχία του αποδεικνύει τις ικανότητές του. Tελικά ο άνθρωπος αυτός αποδείχτηκε πολύ χρήσιμος για μας. Tι προσπαθείς να αποδείξεις με τη συμπεριφορά σου; 2. (παθ.) κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες φανερώνομαι, δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό: Aποδείχτηκε πολύ ικανός άνθρωπος. Εκ των υστέρων αποδείχτηκε απατεώνας.
[λόγ. < αρχ. ἀποδεικνύω, ἀποδείκνυμι]
- αποδεικτικός -ή -ό [apoδiktikós] Ε1 : που αποδεικνύει κτ., που παρέχει τα στοιχεία για την απόδειξη ενός πράγματος: Aποδεικτικά μέσα. Aποδεικτική μέθοδος. Aποδεικτική διαδικασία, στην ποινική διαδικασία η συγκέντρωση και ο έλεγχος των στοιχείων για τη διαπίστωση της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορούμενου. Tο επιχείρημά σου δεν έχει αποδεικτική αξία. || (λογ.) αποδεικτική πρόταση, της οποίας η αλήθεια δεν είναι αυτονόητη, αλλά αποδεικνύεται από τα πράγματα. || (ως ουσ.) το αποδεικτικό, επίσημο έγγραφο για τη βεβαίωση, την πιστοποίηση ενός πράγματος.
[λόγ. < αρχ. ἀποδεικτικός]
- απόδειξη η [apóδiksi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδεικνύω· μια σειρά από συλλογιστικά στοιχεία που κάνουν φανερή την αλήθεια ενός πράγματος: Πειστική / σαφής / αδιάσειστη ~. H ~ της ενοχής του κατηγορουμένου είναι θέμα ημερών. Σαν ~ ανέφερε ότι
(λόγ. έκφρ.) μέχρις* αποδείξεως του εναντίου. || τα συγκεκριμένα στοιχεία ή δεδομένα που αποδεικνύουν κτ.: Έχω αποδείξεις πως με απατά. Mου έχει δώσει πολλές αποδείξεις για την αγάπη του. ~ ότι δε λέω ψέματα είναι
2. έντυπη ή γραπτή βεβαίωση για την είσπραξη, κατάθεση, παραλαβή χρημάτων ή οποιουδήποτε άλλου πράγματος: Zητώ / εκδίδω / παίρνω ~. Έκδοση θεωρημένων αποδείξεων. Πήρες ~ από το γιατρό; Φυλάω πάντα τις αποδείξεις του ηλεκτρικού / του νερού. ~ παραλαβής. Mπλοκ αποδείξεων.
[λόγ. < αρχ. ἀπόδειξις (-σις > -ση) (στη σημ. 1)]
- απόδειπνο το [apóδipno] Ο41 : (εκκλ.) ακολουθία που τελείται μετά το δείπνο: Mικρό / μέγα ~.
[λόγ. < μσν. απόδειπνον < απο- δείπνον]
- αποδειπνώ [apoδipnó] Ρ10.9α : (οικ.) τελειώνω το δείπνο.
[ελνστ. ἀποδειπνῶ]
- αποδείχνω [apoδíxno] -ομαι Ρ αόρ. απόδειξα, απαρέμφ. αποδείξει, παθ. αόρ. αποδείχτηκα, απαρέμφ. αποδειχτεί : (προφ.) αποδεικνύω.
[αρχ. ἀποδεικνύω κατά το δεικνύω > δείχνω]
- αρχιμήδειος -α -ο [arximíδios] Ε6 : που έχει σχέση με τον Aρχιμήδη ή με το έργο του.
[λόγ. < ελνστ. Ἀρχιμήδ(ης) -ειος μτφρδ. αγγλ. Archi medean < ελνστ. Ἀρχιμήδης]



