Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 42 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαμόκλειος -ος / -α -ο [δamóklios] Ε15 : μόνο στη ΦΡ ~ σπάθη, για επαπειλούμενη τιμωρία ή επαπειλούμενο κίνδυνο.
[λόγ. < αρχ. όν. Δαμο κλ(ῆς) -ειος]
- θηριοδαμαστής ο [θirioδamastís] Ο7 θηλ. θηριοδαμάστρια [θirioδamá stria] Ο27 : αυτός που δαμάζει και εκγυμνάζει άγρια ζώα: Στο τσίρκο ο ~ παρουσιάζει ελέφαντες, αρκούδες κτλ. σε εντυπωσιακά νούμερα.
[λόγ. θηρί(ον) -ο- + δαμαστής, μτφρδ. γαλλ. dompteur des bêtes sauvages· λόγ. θηριοδαμασ(τής) -τρια]
- κάρδαμο το [kárδamo] Ο41 : κοινή ονομασία διάφορων ποωδών, αρωματικών φυτών με πικάντικη ή με πικρή γεύση, που χρησιμοποιούνται ως σαλατικό ή ως καρύκευμα.
[αρχ. κάρδαμον]
- καρδάμωμα το [karδámoma] Ο49 : (οικ.) δυνάμωμα, τόνωση του οργανισμού.
[καρδαμώ(νω) -μα]
- καρδαμώνω [karδamóno] Ρ1α μππ. καρδαμωμένος : (οικ.) τονώνομαι σωματικά, δυναμώνω: Φάε καλά να καρδαμώσεις. Ένας άντρας καρδαμωμένος, εύρωστος, δυνατός.
[κάρδαμ(ο) -ώνω (το κάρδαμο χρησιμοποιόταν σαν τη μουστάρδα)]
- κλειδαμπαρώνω [kliδambaróno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. κλειδώνω πάρα πολύ καλά, διπλοκλειδώνω: ~ την πόρτα / το σπίτι / το ντουλάπι. || (για πρόσ., συνήθ. παθ.) ασφαλίζω την πόρτα του σπιτιού μου και μένω κλεισμένος μέσα: Tις νύχτες κλειδαμπαρώνεται, γιατί φοβάται τους κλέφτες. 2. (μτφ.) για κπ. που έχει απομονωθεί και αρνείται επίμονα να δεχτεί ανθρώπους: Kλειδαμπαρώθηκε και δε θέλει να δει κανέναν.
[κλειδ(ο)- 2 + αμπαρώνω]
- μηδαμινός -ή -ό [miδaminós] Ε1 : 1. που είναι πολύ λίγος, πολύ μικρός: Mηδαμινή ποσότητα. Mηδαμινό χρηματικό ποσό. 2. που δεν είναι αξιόλογος, σπουδαίος: Mεγάλη προσπάθεια που δυστυχώς όμως έφερε μηδαμινά αποτελέσματα.
[λόγ. < μσν. μηδαμινός < αρχ. επίρρ. μηδαμ(οῦ) `πουθενά΄ -ινός]
- ουδαμού [uδamú] επίρρ. τοπ. : (απαρχ., με γεν.) πουθενά: ~ της γης / της οικουμένης, πουθενά σε ολόκληρη τη γη / την οικουμένη.
[λόγ. < αρχ. οὐδαμοῦ]
- πανδαμάτωρ ο [panδamátor] Ο γεν. πανδαμάτορος, αιτ. πανδαμάτορα : (λόγ.) για το χρόνο, που με το πέρασμά του μας κάνει να ξεχνάμε τα θλιβερά γεγονότα της ζωής μας: Πληγές που δεν τις επούλωσε ο χρόνος κι ας τον λένε πανδαμάτορα. || (σπανιότ.) ο χρόνος που φθείρει τα πάντα.
[λόγ. < αρχ. πανδαμάτωρ]
- σαρδάμ το [sarδám] Ο (άκλ.) : λέξη που δηλώνει το μπέρδεμα των λέξεων ή των γραμμάτων μέσα σε μία λέξη από έναν ομιλητή, συνήθ. από τρακ.
[ίσως αναγραμματισμένο επών. Μαδράς (Έλληνας ηθοποιός και σκηνοθέτης)]



