Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 24 εγγραφές [21 - 24] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευδαιμονώ [evδemonó] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε κατάσταση ευδαιμονίας.
[λόγ. < αρχ. εὐδαιμονῶ]
- ευδαίμων -ων -ον [evδémon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) (ιδ. για πρόσ.) που βρίσκεται σε κατάσταση ευδαιμονίας· ευδαίμονας. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. εὐδαίμων]
- κακοδαιμονία η [kakoδemonía] Ο25 : η κακή κατάσταση που επικρατεί σε κπ. τομέα και που εμποδίζει την καλή λειτουργία ή την ομαλή εξέλιξη: Πρέπει να αντιμετωπιστεί η ~ που χαρακτηρίζει τη δημόσια διοίκηση. Tα αίτια της κακοδαιμονίας στην οικονομία μας είναι γνωστά.
[λόγ. < αρχ. κακοδαιμονία]
- πανδαιμόνιο το [panδemónio] Ο42 : δυνατός και μάλλον ενοχλητικός θόρυβος από διάφορους κρότους, φωνές κτλ., καθώς και κατάσταση γενικής σύγχυσης και αναταραχής: Γίνεται ~, επικρατεί φασαρία και σύγχυση.
[λόγ. < αγγλ. pandaemonium < Ρandaemonium (πρωτεύουσα της Κόλασης στο Χαμένο Παράδεισο του John Milton) < pan- = παν- + αρχ. δαιμον- (δαίμων) -ium = -ιον]



