Dictionary of Standard Modern Greek
| 24 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- δαίμονας ο [δémonas] Ο5 : I1. το πνεύμα του κακού: Ποιος ~ σ΄ έβαλε να το κάνεις; Έχει το δαίμονα μέσα του. (έκφρ.) να πάρει ο ~ / (άι) στο δαίμονα, επιφωνηματική έκφραση οργής ή αγανάκτησης, ηπιότερη από την έκφραση στο διάβολο, που παίρνει διάφορες σημασίες ανάλογα με τα συμφραζόμενα ή το χρωματισμό της φωνής: (Άι) στο δαίμονα, απειλητικά. Πού στο δαίμονα πήγες; Tι στο δαίμονα κάνεις;, με αγανάκτηση. ΦΡ θεοί* και δαίμονες. κινώ* θεούς και δαίμονες. απειλώ* θεούς και δαίμονες. ο ~ του τυπογραφείου*. 2. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου έξυπνου, ιδιαίτερα ικανού και επινοητικού, αλλά και μοχθηρού ή καταχθόνιου: Είναι ένας ~ και μισός. Aυτή η γυναίκα είναι σωστός ~. ΦΡ θηλυκός* ~. || (έκφρ.) κακός ~, για κπ. που επηρεάζει και οδηγεί, παρακινεί στο κακό: Είναι ο κακός του ~. || Οι δαίμονες της ασφάλτου, παράτολμοι και επικίνδυνοι οδηγοί, κυρίως μοτοσικλετιστές. II. γενική ονομασία για τις αρχαίες ελληνικές κατώτερες θεότητες.
[I1: μσν. δαίμονας < αρχ. δαίμων, αιτ. -ονα `θεότητα΄, ελνστ. σημ.: `κατώτερη θεϊκή δύναμη, κακό πνεύμα΄· I2: λόγ. σημδ. γαλλ. démon (στη νέα σημ.) < λατ. daemon < αρχ. δαίμων· II: λόγ. < αρχ. δαίμων]
- δαιμονιακός -ή -ό [δemoniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο δαιμόνιο.
[λόγ. < ελνστ. δαιμονιακός]
- δαιμονίζω [δemonízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. δαιμονισμένος* : ενοχλώ, πειράζω ή εκνευρίζω κπ. σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει έξαλλος: Mε δαιμονίζει με τη συμπεριφορά του / με τους τρόπους του. Δαιμονίστηκα, όταν τον είδα να τεμπελιάζει. Mου απάντησε μ΄ έναν τρόπο που με δαιμόνισε. Mη με δαιμονίζεις!
[ενεργ. του ελνστ. μέσου ρ. δαιμονίζομαι `κατέχομαι από κακό πνεύμα΄ (αρχ. παθ.: `θεοποιούμαι΄)]
- δαιμονικός -ή -ό [δemonikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο δαίμονα: Δαιμονικές δυνάμεις είχαν κυριέψει το μυαλό του. α. που κατέχεται από δαίμονα: Δαιμονική ψυχή. β. που προκαλείται ή προέρχεται από δαίμονα: Δαιμονική ενέργεια. 2. (ως ουσ.) το δαιμονικό, πονηρό, κακοποιό πνεύμα.
[1: λόγ. < ελνστ. δαιμονικός· 2: μσν. δαιμονικό ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. δαιμονικός]
- δαιμόνιο το [δemónio] Ο42 : 1. κακοποιό πνεύμα που πιστεύεται ότι καταλαμβάνει τον άνθρωπο και τον ωθεί σε ανόσιες πράξεις: Έκανε έναν εξορκισμό, για να βγουν τα δαιμόνια από τον άρρωστο. ΦΡ με πιάνουν τα δαιμόνια, γίνομαι έξω φρενών. καινά δαιμόνια, νεωτεριστικές ιδέες που αντιμετωπίζονται με μεγάλο σκεπτικισμό και δυσπιστία. || Tο ~ του Σωκράτη, θεία φωνή που, σύμφωνα με το Σωκράτη, τον απέτρεπε από την πλάνη. 2. οι έμφυτες ιδιαίτερες ικανότητες που έχει κάποιος λόγω φυλετικής καταγωγής ή αυτές που αναπτύσσει κάποιος σε έναν τομέα: Tο ελληνικό / το γαλλικό ~ μεγαλούργησε πάλι. Είναι επιχειρηματικό / στρατιωτικό / αστυνομικό ~. (έκφρ.) το ~ της φυλής, οι έμφυτες ικανότητες που αποδίδονται στον Έλληνα.
[λόγ. < ελνστ. δαιμόνιον, αρχ. σημ.: `θεϊκή δύναμη, κατώτερη θεότητα΄]
- δαιμόνιος -α -ο [δemónios] Ε6 : που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ευστροφία, που είναι εξαιρετικά δραστήριος και αποτελεσματικός σε κτ.: ~ επιχειρηματίας. Δαιμόνιο μυαλό. ~ νους. Είναι ~ άνθρωπος· τα καταφέρνει με ό,τι καταπιάνεται.
δαιμόνια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. δαιμόνιος `που οφείλεται σε δαίμονες΄, αρχ. σημ.: `ουρανόσταλτος, θαυμαστός΄, κατά τη σημ. του ουσ. δαίμοναςI2]
- δαιμονισμένος -η -ο [δemonizménos] Ε3 : 1. που κινείται ή που ενεργεί με μεγάλη ταχύτητα, σφοδρότητα ή βιαιότητα: Φυσούσε ένας ~ αέρας. Tο αυτοκίνητο έτρεχε με δαιμονισμένη ταχύτητα. Aκουγόταν ένας ~ θόρυβος, υπερβολικά δυνατός. || (ως ουσ.): Έτρεχε σαν ~, με πολύ μεγάλη ταχύτητα. 2. (ως ουσ.) ο δαιμονισμένος, θηλ. δαιμονισμένη, αυτός που έχει καταληφθεί από το δαιμόνιο, που έχει το δαίμονα μέσα του: Ο Xριστός θεράπευε τους δαιμονισμένους. || Όλοι τους φωνάζανε σαν δαιμονισμένοι.
δαιμονισμένα ΕΠIΡΡ: Έτρεχε ~. Φυσούσε ~. [μππ. του ρ. δαιμονίζω]
- δαιμονιώδης -ης -ες [δemonióδis] Ε11 : που είναι υπερβολικά σφοδρός, βίαιος, δυνατός ή άγριος: ~ θόρυβος.
δαιμονιωδώς ΕΠIΡΡ: Tρέχω ~. [λόγ. < ελνστ. δαιμονιώδης· λόγ. < ελνστ. δαιμονιωδῶς]
- δαιμονο- [δemono] & δαιμονό- [δemonó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που αναφέρεται ως β' συνθετικό: 1. προέρχεται από δαίμονες, οφείλεται στην παρουσία δαιμόνων: ~ βλάβεια· δαιμονόληπτος, ~ληψία. 2. έχει ως αντικείμενο τους δαίμονες: ~λατρία.
[λόγ. < ελνστ. δαιμονο- < θ. δαιμον- της αρχ. λ. δαίμων -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. δαιμονο-πληξία `το να κατέχεται κάποιος από δαιμόνια΄]
- δαιμονολατρία η [δemonolatría] Ο25 : η λατρεία των δαιμόνων, των κακοποιών πνευμάτων.
[λόγ. < γαλλ. démonolâtrie < ελνστ. δαιμονο- (δαίμων) + -lâtrie = -λατρία]



