Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 563 εγγραφές [521 - 530] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπογράφω [ipoγráfo] -ομαι Ρ αόρ. υπέγραψα και (προφ.) υπόγραψα, απαρέμφ. υπογράψει, παθ. αόρ. υπογράφηκα και υπογράφτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπεγράφη, υπεγράφησαν, απαρέμφ. υπογραφεί και υπογραφτεί, μππ. υπογραμμένος και υπογεγραμμένος* : 1.βάζω την υπογραφή μου κάτω από κάποιο κείμενο, βεβαιώνοντας έτσι ότι είμαι ο συντάκτης του κειμένου ή ότι απλώς έλαβα γνώση και εγκρίνω το περιεχόμενο ή αναλαμβάνω την ευθύνη για την πιστότητα, την ειλικρίνεια, την τήρησή του κτλ.: Ποιος υπογράφει το κύριο άρθρο της εφημερίδας; Tο άρθρο υπογράφεται από τον αρχισυντάκτη. Tη διαμαρτυρία την υπογράφουν πολλές προσωπικότητες. Πρέπει να υπογράψετε το έγγραφο παραλαβής, για να παραλάβετε το δέμα. Ο Ίων Δραγούμης υπέγραφε συχνά με το ψευδώνυμο Ίδας. || Ο συγγραφέας θα υπογράφει βιβλία του σε κεντρικό βιβλιοπωλείο. 2. επικυρώνω με την υπογραφή μου μια συμφωνία: Yπογράφηκε το συμβόλαιο / η σύμβαση. || Yπογράφηκε ειρήνη. Yπέγραψαν ανακωχή. ΦΡ ~ την καταδίκη μου, με μια ενέργειά μου προκαλώ ένα καταστρεπτικό αποτέλεσμα, που στρέφεται εναντίον μου: M΄ αυ τό που έκανες υπέγραψες την καταδίκη σου. σ΄ το ~!, σε διαβεβαιώνω, είμαι απόλυτα σίγουρος. (έκφρ.) βάζω την υπογραφή μου / ~ και με τα δύο (τα) χέρια ή με χέρια και με πόδια: α. βάζω την υπογραφή μου χωρίς κανέναν ενδοιασμό. β. συμφωνώ.
[λόγ. < αρχ. ὑπογράφω, -ομαι & σημδ. γαλλ. souscrire, signer]
- υπογράφων -ουσα -ον [ipoγráfon] Ε12 : (λόγ., συνήθ. ως ουσ.) αυτός που έχει συντάξει ένα κείμενο και είναι υπεύθυνος για το περιεχόμενό του: Ο ~ το άρθρο σε μια εφημερίδα.
[λόγ. μεε. του υπογράφω (διαφ. το συγγ. ελνστ. ὑπογράφων `δούλος γραφέας΄)]
- υστερόγραφος -η -ο [isteróγrafos] Ε5 : για κείμενο που προστίθεται στο τέλος ενός κειμένου, μετά το κλείσιμο μιας επιστολής κτλ.: Yστερόγραφη παρατήρηση. Yστερόγραφο σημείωμα. || (συνήθ. ως ουσ.) το υστερόγρα φο, συμπληρωματική σημείωση στο τέλος μιας επιστολής, μετά την υπογραφή (YΓ).
[λόγ. επίθ. < υστερόγραφον το < υστερο- + γράφ(ω) -ον μτφρδ. νλατ. post-scriptum]
- φασματογράφημα το [fazmatoγráfima] Ο49 : η απεικόνιση ενός φάσματος με φωτογράφιση ή με άλλον τρόπο.
[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + -γράφημα μτφρδ. γαλλ. spectrogramme]
- φασματογράφος ο [fazmatoγráfos] Ο18 : συσκευή για τη φωτογραφική (ή άλλου είδους) απεικόνιση ενός φάσματος: ~ μαγνητικός / μάζας.
[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + -γράφος μτφρδ. γαλλ. spectrographe]
- φθογγογραφία η [fθoŋgoγrafía] Ο25 : είδος (πρωτόγονης) γραφής με φθογγογράμματα.
[λόγ. φθόγγ(ος)1 -ο- + -γραφία]
- φθογγογραφικός -ή -ό [fθoŋgoγrafikós] Ε1 : που είναι σχετικός με τη φθογγογραφία: Φθογγογραφικό αλφάβητο / σημείο.
[λόγ. φθογγογραφ(ία) -ικός]
- φιλμογραφία η [filmoγrafía] Ο25 : α. κατάλογος κινηματογραφικών ταινιών, που αποτελούν το σύνολο του έργου ενός σκηνοθέτη ή ηθοποιού. β. κατάλογος κινηματογραφικών ταινιών, που αναφέρονται σε ένα (συγκεκριμένο) θέμα.
[λόγ. < γαλλ. filmographie < film = φιλμ -ο- + -graphie = -γραφία]
- φωνόγραφος ο [fonóγrafos] Ο20α & φωνογράφος ο [fonoγráfos] Ο18 : 1. συσκευή για την καταγραφή και την αναπαραγωγή ήχων με τη βοήθεια μιας ακίδας που γλιστρούσε επάνω στην ειδική επιφάνεια ενός περι στρεφόμενου κυλίνδρου: Ο Έντισον ανακάλυψε το φωνογράφο. 2. γραμμόφωνο.
[λόγ. < αγγλ. phonograph (και μέσω του γαλλ. phono graphe) < phono- = φωνο- + -graph = -γράφος & μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]
- φωτοαντιγραφικός -ή -ό [fotoandiγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φωτοτυπία2, φωτοτυπικός: Φωτοαντιγραφικό χαρτί / μηχάνημα.
[λόγ. φωτο- 2 + αντιγραφικός μτφρδ. αγγλ. photocopier (photo- = φωτο- 2)]



