Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 81 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγγονός ο [eŋgonós] Ο17 θηλ. εγγονή [eŋgoní] Ο29 : ο γιος ή η κόρη του παιδιού κάποιου, σε σχέση με αυτόν (τον παππού ή τη γιαγιά)· (πρβ. εγγόνι): Έχουν δυο εγγονές από την κόρη τους. Έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία στο μεγαλύτερο εγγονό του.
[αρχ. ἔγγονος με μετακ. τόνου αναλ. προς τα γιος, ανεψιός· μσν. εγγονή < ελνστ. ἐγγόνη με μετακ. τόνου κατά το εγγονός]
- επίγονος ο [epíγonos] Ο19 : 1.χαρακτηρισμός εκείνου που στα πλαίσια ενός πνευματικού, καλλιτεχνικού, κοινωνικού, πολιτικού κτλ. κινήματος ή ενός σημαντικού ιστορικού γεγονότος ανήκει σε γενιά μεταγενέστερη από εκείνη των πρωταγωνιστών, των οποίων απλώς συνεχίζει το έργο: Οι επίγονοι του σουρεαλισμού / της οκτωβριανής επανάστασης. 2. Επίγονοι: α. οι γιοι των επτά Aργείων στρατηγών της ελληνικής μυθολογίας, οι οποίοι επιχείρησαν τη δεύτερη εκστρατεία κατά της Θήβας. β. (ιστ.) οι γιοι ή οι διάδοχοι των διαδόχων του Mεγάλου Aλεξάνδρου.
[λόγ.: 2: αρχ. Ἐπίγονοι· 1: αρχ. ἐπίγονος `γεννημένος κατόπιν΄ σημδ. γαλλ. épigone (στη νέα σημ.) < αρχ. Ἐπίγονοι]
- εργονομία η [erγonomía] Ο25 : επιστημονική μελέτη των επιδράσεων που δέχεται το άτομο από το εργασιακό περιβάλλον (χώρο, μέσα εργασίας κτλ.) και επινόηση μεθόδων για την αντιμετώπιση των σχετικών προβλημάτων.
[λόγ. < αγγλ. ergonomics ή γαλλ. ergonomie < ergo- = εργο- + -nomics, -nomie = -νομία]
- εργονομικός -ή -ό [erγonomikós] Ε1 : που έχει σχέση με την εργονομία: Εργονομικά έπιπλα, σχεδιασμένα με τρόπο που βασίζεται στην εργονομία.
εργονομικα ΕΠIΡΡ. [λόγ. εργονομ(ία) -ικός]
- ερωτογόνος -α / -ος -ο [erotoγónos] Ε14 : (φυσιολ.): Ερωτογόνες ζώνες / περιοχές του σώματος, για σημεία που ο ερεθισμός τους προκαλεί σεξουαλική διέγερση.
[λόγ. ερωτο- 1 + -γόνος μτφρδ. αγγλ. erogenous < αρχ. ἔρ(ως) -ο- + -genous = -γόνος]
- ζημιογόνος -ος / -α -ο [zimioγónos] Ε14 : που ζημιώνει, που προκαλεί ζημία, βλάβη ή απώλεια ηθική ή υλική: Zημιογόνες αποφάσεις. Zημιογόνα διαχείριση. Zημιογόνοι χειρισμοί μιας υπόθεσης.
[λόγ. ζημί(α) -ο- + -γόνος]
- ζυμογόνος -ος / -α -ο [zimoγónos] Ε14 : (χημ.) που σχηματίζει ένζυμα ή που προκαλεί ζύμωση· ζυμωσιογόνος. || (ως ουσ.) το ζυμογόνο, για ουσία ή μικροοργανισμό που προκαλεί ζύμωση.
[λόγ. < γαλλ. zymogène < zymo- < λατ. zym(e) < αρχ. ζύμ(η) `μαγιά΄ -ο- + -gène = -γόνος]
- ζυμωσιογόνος -ος / -α -ο [zimosioγónos] Ε14 : (χημ.) που προκαλεί ζύμωση: Zυμωσιογόνα μικρόβια, ζυμογόνα.
[λόγ. ζύμωσι(ς) -ο- + -γόνος μτφρδ. γαλλ. zymogène (δες στο ζυμογόνος)]
- ζωογόνος -α / -ος -ο [zooγónos] Ε14 : α. που δίνει ζωή: Οι ζωογόνες δυνάμεις της φύσης. || που προκαλεί ένα συναίσθημα σωματικής ευεξίας και ψυχικής ευφορίας: Zωογόνο αεράκι. H ζωογόνα πνοή της άνοιξης. β. (μτφ.) που ενισχύει τις ψυχικές και ηθικές δυνάμεις του ανθρώπου: Zωογόνα πίστη / δύναμη.
[λόγ. < ελνστ. ζωογόνος (< ζωή)]
- ζωογονώ [zooγonó] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω ζωή, δύναμη· αναζωογονώ.
[λόγ. < αρχ. ζωογονῶ (< ζωή)]



